Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΒΡΕΦΗ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΓΙΑΤΙ

 

Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει πρόσφατη επιστημονική μελέτη για την υγεία των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης. Η μελέτη, που βασίστηκε σε δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, αναφέρει -μεταξύ άλλων- πως η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 26%(!) την περίοδο 2009-2015.

Τα συγκεκριμένα ευρήματα προκαλούν ανησυχία, με το φαινόμενο πιθανότατα να προκύπτει από μια σειρά διαφορετικών παραγόντων που έχουν ξεπηδήσει την περίοδο της οικονομικής κρίσης – από την πτώση του βιοτικού επιπέδου των νέων γονιών, την προβληματική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, έως και το κίνημα κατά των εμβολίων.

Στην έρευνα, με επικεφαλής τον δρ Φίλιππο Φιλιππίδη, λέκτορα στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, συμμετείχαν ο κ. Γιάννης Τούντας, καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Καθώς επίσης και η κ. Βασιλική Γεροβασίλη του Νοσοκομείου Harefield του Λονδίνου. Ως πρώτο έτος της κρίσης θεωρήθηκε το 2010, επειδή τότε επιβλήθηκαν τα πρώτα αυστηρά μέτρα λιτότητας και υπήρξαν ορατές επιπτώσεις ύφεσης και ανεργίας στην ελληνική οικονομία. 

Οι ερευνητές είχαν επισημάνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο τον περασμένο μήνα ότι, επτά χρόνια μετά, υπάρχει ακόμα σημαντική αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία των Ελλήνων και αναμένονται στο μέλλον περισσότερα στοιχεία, προκειμένου να γίνει νέα αξιολόγηση.

Όπως δήλωσε ο κ. Φιλιππίδης, μέχρι στιγμής δεν έχουν διευκρινιστεί οι ακριβείς αιτίες του φαινομένου, αν και το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας διαδραματίζει καθοριστικό παράγοντα στην διασφάλιση της υγείας του βρέφους. 

Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι η αύξηση κατά 26% αφορά αποκλειστικά στα βρέφη, δηλαδή παιδιά ηλικίας ως ενός έτους, με τον κ. Φιλιππίδη να ξεκαθαρίζει ότι «οι θάνατοι στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι ευτυχώς πάρα πολύ σπάνιοι». 

Η είδηση, όταν είχε αρχικά μεταδοθεί από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, έκανε λόγο για αύξηση της παιδικής θνησιμότητας, ωστόσο αυτή αφορά στα παιδιά που έχουν συμπληρώσει το 1ο έτος της ηλικίας τους. 

Μετά από αυτή την σημαντική διευκρίνιση, ο κ. Φιλιππίδης μας παρέθεσε μια σειρά από παράγοντες που ίσως μπορέσουν να δώσουν μια εξήγηση στο φαινόμενο.

«Ο πρώτος χρόνος της ζωής (ενός παιδιού) είναι γενικά πολύ πιο επικίνδυνος. Ο θάνατος στη βρεφική ηλικία μπορεί να σχετίζεται με συγγενείς βλάβες, με λοιμώξεις, ατυχήματα και άλλους παράγοντες. Αυτή τη στιγμή διερευνούμε ποια μπορεί να είναι τα αίτια της αύξησης. 

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η προβληματική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει παίξει κάποιο ρόλο», επισημαίνει, προσθέτοντας μερικά παραδείγματα:

«Για παράδειγμα, αν μια έγκυος δεν κάνει τον απαραίτητο προγεννητικό έλεγχο, είναι πιθανό να γεννήσει ένα παιδί με συγγενείς βλάβες, το οποίο δεν μπορεί να επιζήσει. 

Ή αν λόγω κόστους ή ελλείψεων στα νοσοκομεία πέσει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών πριν και μετά τον τοκετό, μπορεί να υπάρξουν κάποιοι θάνατοι που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. 

Ο μη εμβολιασμός είναι επίσης παράγοντας κινδύνου».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την κρίση, χωρίς απαραίτητα να αφορούν στην υγειονομική περίθαλψη.

«Πέραν των υπηρεσιών υγείας, το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας είναι επίσης σημαντικό. Όσο καλύτερες οι συνθήκες διαβίωσης, τόσο μικρότερη είναι και η βρεφική θνησιμότητα. Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι η Ελλάδα έχει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά τοκετών με καισαρική. 

Οι αχρείαστες καισαρικές τομές, συχνά πριν ολοκληρωθεί η κύηση, μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα, οπότε είναι κι αυτός ένας παράγοντας που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη στη χώρα μας. 

Όπως είπα, αυτές είναι υποθέσεις. Προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα δεδομένα για να δούμε ποια από αυτές έχει διαδραματίσει τον πιο σημαντικό ρόλο. Νομίζω όμως ότι αν προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε όλα τα παραπάνω, μόνο κερδισμένοι μπορούμε να βγούμε», είπε.

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε πως, ερωτώμενος κατά πόσο η άφιξη παιδιών προσφύγων στην χώρα μας θα μπορούσε να δικαιολογεί την αύξηση της παιδικής θνησιμότητας, ο κ. Φιλιππίδης ξεκαθαρίζει:

«Η ανάλυσή μας βασίστηκε στα επίσημα δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία συγκεντρώνει δεδομένα από όλους τους θανάτους που συμβαίνουν στη χώρα. 

Λογικά περιλαμβάνονται και τα παιδιά των προσφύγων, εφόσον αυτά διαμένουν στην Ελλάδα, ο αριθμός τους όμως εκτιμώ ότι είναι σχετικά μικρός και δεν εξηγεί την αύξηση που παρατηρήσαμε. Εξάλλου η αύξηση παρατηρήθηκε σταδιακά μετά το 2009 και όχι ξαφνικά την περίοδο που η Ελλάδα υποδέχθηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων».

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2014 είχε δημοσιευτεί έκθεση προόδου για την ίδια χρονιά, με τίτλο «Δέσμευση για την Παιδική Επιβίωση: Η ανανέωση μιας υπόσχεσης». Τα αποτελέσματά της απείχαν μακράν από την εικόνα που έχουμε σήμερα για το συγκεκριμένο έτος. 

Τότε, η είδηση που είχε βγει από τα συγκεκριμένα δεδομένα ήταν ότι τα παιδικά ποσοστά θνησιμότητας είναι χαμηλά στην χώρα, μόνο που η σύγκριση γινόταν με βάση όλες τις χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των τριτοκοσμικών, αλλά και με πολύ παλιότερα έτη.

«Τα στοιχεία της έκθεσης για την Ελλάδα δείχνουν χαμηλά ποσοστά και στη νεογνική και βρεφική θνησιμότητα σε σχέση με τα παγκόσμια ποσοστά. 

Όσον αφορά στη νεογνική θνησιμότητα, στην Ελλάδα σημειώθηκαν εννιά θάνατοι κατά τον πρώτο μήνα της ζωής ανά χίλια ζώντα νεογνά το 1990 και 3 το 2013. Τα αντίστοιχα παγκόσμια ποσοστά είναι 33 το 1990 και 20 το 2013. 

Σχετικά με τη βρεφική θνησιμότητα σημειώθηκαν στην Ελλάδα 11 θάνατοι κατά το πρώτο έτος της ζωής ανά χίλια ζώντα βρέφη το 1990 και 4 το 2013. Τα αντίστοιχα παγκόσμια ποσοστά είναι 63 το 1990 και 34 το 2013», ανέφερε τότε η έκθεση.

Επιστρέφοντας όμως και πάλι στην πρόσφατη μελέτη με επικεφαλής τον κ. Φιλιππίδη, ο τελευταίος μας δίνει ως πιθανή εξήγηση στην αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας τον ελλιπή εμβολιασμό. Πρόκειται για ένα αρκετό ενδιαφέρον στοιχείο, που έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους του συγκεκριμένου φαινομένου από πέρυσι τον Μάιο. 

Ο καθηγητής Ανδρέας Κωνσταντόπουλο, πρόεδρος της Ελληνικής και της Παγκόσμιας Παιδιατρικής Εταιρείας, είχε τότε τονίσει στην ιστοσελίδα μας ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση των εμβολιασμών στην Ελλάδα. 

Όπως είχε πει, το φαινόμενο έχει τις ρίζες του στις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις των γιατρών για το εμβόλιο της γρίπης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια εμπιστοσύνης από την πλευρά των γονέων για όλα τα εμβόλια και την εμφάνιση και στη χώρα μας του αντιεμβολιαστικού lobby.

Να σημειώσουμε ακόμα ότι, όπως τονίζει ο κ. Φιλιππίδης, τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δεν διευκρινίζουν κατά πόσο κάποια από τα βρέφη που εξέπνευσαν εκείνο το διάστημα νοσηλεύονταν σε δημόσια ή ιδιωτικά Νοσοκομεία και κατά πόσο η παραμονή τους εκεί επιδείνωσε την υγεία τους. 

Υπενθυμίζουμε ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια αύξηση στις καταγγελίες της ΠΟΕΔΗΝ για την κατάσταση των ελληνικών, δημόσιων Νοσοκομείων. 

Ποιος μπορεί να ξεχάσει άλλωστε το βίντεο που είχε αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ομοσπονδίας, το οποίο έδειχνε κατσαρίδες να «βολτάρουν» ανάμεσα στα κρεβάτια ασθενών.

Όποιες και εάν είναι οι αιτίες, η άνοδος της βρεφικής θνησιμότητας είναι ενδεικτική της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας τα χρόνια της κρίσης. 

Πρόκειται για ένα πρόβλημα που πρέπει να εξεταστεί άμεσα για να μην χάνονται άδοξα νέες ζωές, πριν ακόμα συμπληρώσουν το πρώτο έτος της ηλικίας τους, με ότι αντίκτυπο μπορεί να έχει αυτό στην ψυχολογία των νέων γονιών. Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε πως η Ελλάδα πλήττεται και από την υπογεννητικότητα.

Η ανεργία των γυναικών αιτία της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα
Σε πολύ χαμηλά επίπεδα βρίσκεται η γεννητικότητα στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). 

To 2009 o δείκτης γονιμότητας ανέκοψε την πορεία του, καθώς οι Ελληνίδες άρχισαν να αποκτούν 1,1 έως 1,3 παιδιά σε μεγάλη ηλικία. Σύμφωνα με τον δημογράφο Διονύση Μπαλούρδο, ο κίνδυνος της φτώχειας αποτελεί αποθαρρυντικό παράγοντα για τα ζευγάρια. 

Ταυτόχρονα όμως παρατηρείται ότι τα ποσοστά γεννήσεων στη χώρα μας δεν έχουν μεταβληθεί ιδιαιτέρως από την χρονική περίοδο πριν το 2008, όταν οι ελληνικές οικογένειες δεν είχαν έρθει ακόμα αντιμέτωπες με την οικονομική κρίση.

Όπως τόνισε ο δημογράφος και καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, Peter McDonald, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα δεν σχετίζεται τόσο με την ανέχεια, όσο με την ανεργία των γυναικών. Ακόμα και στις προ κρίσης εποχές, η χώρα μας ανήκε στην ομάδα των χωρών με ποσοστά γεννήσεων κάτω του 1,5 ανά γυναίκα. 

Άλλα έθνη που ανήκουν στην ίδια ομάδα είναι οι υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, όλα τα γερμανόφωνα έθνη, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, καθώς και πλούσιες χώρες της ανατολικής Ασίας, όπως η Κίνα και η Ταϊλάνδη.

 Η ομάδα των χωρών με περισσότερες από 1,7 γεννήσεις ανά γυναίκα συμπεριλαμβάνει τις Σκανδιναβικές χώρες, τα γαλλόφωνα και αγγλόφωνα έθνη.

Ακόμα και στις προ κρίσης εποχές, η χώρα μας ανήκε στην ομάδα των χωρών με ποσοστά γεννήσεων κάτω του 1,5 ανά γυναίκα..

Το πρόβλημα με την ανεργία των γυναικών
Όπως εξηγεί ο καθηγητής McDonald, η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ομάδων βρίσκεται όχι τόσο στην οικονομική κατάσταση των χωρών, όσο στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. 

Πιο συγκεκριμένα, σε αντίθεση με όσα πιστεύουν πολλοί, όσο υψηλότερα είναι τα ποσοστά ανεργίας των γυναικών σε μια χώρα, τόσο χαμηλότερα είναι τα ποσοστά γεννήσεων, ενώ όσο περισσότερες γυναίκες εργάζονται, τόσο περισσότερα παιδιά γεννιούνται. 

Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ερμηνείες της υπογεννητικότητας στο παρελθόν, σύμφωνα με τις οποίες τα εργασιακά καθήκοντα των γυναικών αποτελούν τροχοπέδη στα σχέδια για δημιουργία οικογένειας. 

Με λίγα λόγια, η οικονομική ανεξαρτησία και η επαγγελματική σταθερότητα ευνοούν σε μεγάλο βαθμό τις γεννήσεις.
«Μια πιο δίκαιη κατανομή του πληθυσμού στην αγορά εργασίας οδηγεί σε μεγαλύτερο ΑΕΠ και ενισχυμένη γεννητικότητα», τόνισε.

Πράγματι, σύμφωνα με έρευνα των Γιατρών του Κόσμου, το 2014 τέσσερις στις δέκα γυναίκες στην χώρα μας αποφάσισαν να κάνουν ένα παιδί λιγότερο ή κανένα για να μην χάσουν την δουλειά τους. 

Όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι τον Ιούλιο ανήλθαν σε 1.196.736 άτοµα. Στις γυναίκες, η ανεργία είναι ακόμα μεγαλύτερη, αγγίζοντας το 29,4%. 

Επομένως η «δημογραφική βόμβα» στη χώρα μας, όπως αποκαλούν κατά καιρούς τη μείωση της γεννητικότητας, αποτελεί αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, με την άνιση συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας να είναι η σημαντικότερη.

Άλλοι παράγοντες.Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η παρατεταμένη παραμονή των παιδιών στην οικογενειακή εστία, αλλά και η φυγή πολλών νέων στο εξωτερικό. 

Στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι στον ευρωπαϊκό νότο οι νέοι φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους νέους του βορρά. Στην Ελλάδα, το 57% των νέων (18-34)δεν έχει αποχωριστεί την οικογενειακή εστία. 

Όσον αφορά τον δεύτερο παράγοντα, σύμφωνα με μελέτη του κ. Λόη Λαμπριανίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, υπάρχουν σήμερα 190.000 Έλληνες επιστήμονες οι οποίοι εργάζονται στο εξωτερικό, κυρίως λόγω της περιορισμένης ζήτησης της ελληνικής οικονομίας για πτυχιούχους. Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η δυσκολία πρόσβασης των ανασφάλιστων εγκύων, γυναικών και παιδιών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). 

Σύμφωνα με το ιατρικό δίκτυο iatronetgr, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση των εγκύων γυναικών, στον ιατρικό έλεγχο της εγκυμοσύνης τους, καθώς και των παιδιών στις υπηρεσίες Υγείας, με τις ανασφάλιστες έγκυες γυναίκες να καλούνται να καλύψουν τη δαπάνη όλων των ιατρικών εξετάσεων.

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με στοιχεία της World Bank, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση στην κατάταξη των χωρών με την μεγαλύτερη πληθυσμιακή συρρίκνωση. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα μας έχει σημειώσει πληθυσμιακή συρρίκνωση -0,6%, ποσοστό ίσο με αυτό της Πορτογαλίας. 

Στην κατάταξη βρίσκονται κυρίως χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, όπως η Ισπανία και το Πουέρτο Ρίκο, επιβεβαιώνοντας την σύνδεση οικονομικής κρίσης και υπογεννητικότητας.

«Baby boom» και «Baby deart»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η καλύτερη περίοδος για την γεννητικότητα στην Ελλάδα σημειώθηκε την περίοδο μεταξύ 1946 και 1964. 

Εκείνη την περίοδο οι γάμοι γίνονταν σε μικρότερες ηλικίες, η δημιουργία οικογένειας ήταν στις πρώτες προτεραιότητες και οι γυναίκες άρχισαν ταυτόχρονα να μπαίνουν ενεργά στην αγορά εργασίας. 

Υπενθυμίζουμε ότι κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ολοένα και περισσότερες γυναίκες άρχισαν να εργάζονται, καθώς οι άνδρες εκτελούσαν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα. 

Παρόλα αυτά, οι γεννήσεις μετά τη λήξη του πολέμου όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν. Οι δημογράφοι αποκαλούν μάλιστα την περίοδο 1946 με 1964 «baby boom», λόγω των... συνεχών αφίξεων νέων μωρών.

Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι μια από τις μεγαλύτερες χρονικές περιόδους με αυξημένη υπογεννητικότητα (ή baby dearth όπως αποκαλείται) έλαβε χώρα την περίοδο 1965 και 1976, με λίγα λόγια την εποχή του Πολυτεχνείου. 

Η συγκεκριμένη περίοδος ήταν γεμάτη οικονομικές και πολιτικές αναταραχές και ανατροπές, γεγονός που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις γεννήσεις.

Η λύση:
Πως μπορεί λοιπόν να ανατραπεί το φαινόμενο στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τον καθηγητή McDonald, η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, όπως η ενίσχυση των δημόσιων βρεφοκομείων και νηπιαγωγείων, για την προτροπή των γυναικών να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, μπορούν να αυξήσουν τις γεννήσεις. 

Αύξηση εξάλλου των γεννήσεων σημαίνει ενίσχυση του ΑΕΠ. Aυτό συμβαίνει γιατί, όχι μόνο δεν υπάρχουν αρκετά εργατικά χέρια, αλλά επειδή ένας γερασμένος πληθυσμός επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα.

«Με το πέρασμα του χρόνου, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων ενισχύουν το πρόβλημα. Όταν ο πληθυσμός γερνάει γρήγορα, το εργατικό δυναμικό πέφτει. Αυτό δημιουργεί ένα μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα», εξηγεί.

H δημιουργία δομών που να δίνει την δυνατότητα στις νέες μητέρες να πηγαίνουν στο χώρο εργασίας τους είναι ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Οι συνθήκες σήμερα είναι έτσι που ευνοούν την δημιουργία οικογένειας όταν εργάζονται και οι δύο γονείς. 

Σήμερα, μια εργαζόμενη γυναίκα έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει μητέρα από ότι μια σύζυγος που μένει στο σπίτι, σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζει ο καθηγητής McDonald. «Αυτό σημαίνει ότι τα κοινωνικά ιδρύματα πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια συνδυασμού εργασίας και οικογένειας για τις μητέρες. 

Αυτό περιλαμβάνει υποστηρικτικές συμφωνίες πρόσληψης από μέρους των εργοδοτών, βοήθεια στις εργασίες του σπιτιού από μέρους των συζύγων και την στήριξη του κράτους μέσω βρεφοκομείων και γονεϊκών αδειών», καταλήγει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου