Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ

 

Αναλύοντας την στρατηγική της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1974, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση τόσο των γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων που απεκόμισε η Άγκυρα μετά την εισβολή όσο και στην υπεροπλία της χώρας, με σκοπό την επίτευξη των γεωπολιτικών της επιδιώξεων που εκτείνονται στον άμεσο γεωστρατηγικό της χώρο, στον οποίο βρίσκεται η Κύπρος, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκεκριμένα, η Τουρκία ακολουθεί συστηματικά την εξής στρατηγική μετά το 1974:

α) ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά  ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά, το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ) 

β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας),

γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας), και

δ) μέσω του ψυχολογικού πολέμου έχει καταφέρει να επιβάλει την αντίληψη στην ελληνική πλευρά ότι το κόστος από ένα πόλεμο θα είναι μικρό για την Τουρκία επειδή συντρέχουν δύο λόγοι: πρώτος, ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος που απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας) και δεύτερος, οι συγκυρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο σύγκλισης των τουρκικών συμφερόντων με αυτά των δυτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα  των ΗΠΑ, όπως ακριβώς το ψυχροπολεμικό και μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο των τουρκοαμερικανικών σχέσεων.

Η συστηματική απειλή χρήσης βίας από την Τουρκία έχει ως στόχο να δημιουργήσει μία δυναμική που να επιφέρει τα μέγιστα πολιτικά αποτελέσματα. Παράλληλα, η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει την εικόνα ενός αποφασιστικού αντιπάλου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που απεκόμισε από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της.  Το γεγονός αυτό ενισχύει την προσπάθεια της να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη στις ευαίσθητες στρατηγικά περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η λογική αυτή, του στρατηγικού καταναγκασμού που ακολουθεί η Τουρκία από το 1974 και εντεύθεν αποτελεί έκτοτε το πιο ουσιαστικό κεφάλαιο στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ανεξαρτήτως των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το τουρκικό κράτος και της υπερεξάπλωσης που χαρακτηρίζει την Τουρκική εξωτερική πολιτική, η Τουρκία φαίνεται να κερδίζει διαρκώς έδαφος, εξαναγκάζοντας ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κυπριακής πλευράς να εθίζεται και τελικώς να συμβιβάζεται με τα δεδομένα της κατοχής.  

Από την άλλη, η αναποτελεσματική Ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό, από το 1955 και εντεύθεν, λόγω της εξάρτησης από τον ξένο παράγοντα και λόγω απουσίας συγκροτημένης στρατηγικής, είχε ως συνέπεια τόσο την αποξένωση της Ελλάδας από τα ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα των Ελλήνων της Κύπρου και κατ' επέκταση τη συρρίκνωση των στρατηγικών στόχων όσο και την αποκοπή της από τις σημαντικές εξελίξεις που διαδραματίζονται έκτοτε στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.

Με την παγίωση των γεωστρατηγικών δεδομένων της τουρκικής εισβολής στο νησί, η Τουρκία επιδιώκει σήμερα μία πολιτική ρύθμιση στο πρόβλημα όπου θα της εξασφαλίζει τέσσερα δομικά πλεονεκτήματα έναντι της ελληνικής πλευράς:

α)εξασφάλιση της στρατηγικής ομηρίας του νησιού,

β)δορυφοροποίηση του τμήματος της Κύπρου που θα ελέγχεται από τους έλληνες, 

γ)αποκοπή της γεωπολιτικής προέκτασης της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και

δ)μονοπώλιο ελέγχου του γεωστρατηγικού χώρου της Κύπρου που θα της επιτρέπει σύγκλιση συμφερόντων σε γεωστρατηγικό επίπεδο με μεγάλες δυνάμεις, κάτι που αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την ενίσχυση του περιφερειακού της ρόλου.

Τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που επέφερε η εισβολή του 1974 στην Τουρκία προστατεύθησαν από την Άγκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού, τον οποίο συστηματικώς εφήρμοσε έναντι της Κύπρου τα τελευταία σαράντα χρόνια. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Αυτό γίνεται πιο έντονο αφού οι διεθνείς διαμεσολαβητές γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη θέληση άρα ούτε τη δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα.

Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα, η οποία υπαγορεύει υποβολή ευνοϊκών σχεδίων προς την Τουρκία και περισσότερη άσκηση πιέσεων προς την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί μία λύση ούτως ώστε να νομιμοποιεί τόσο τον διοικητικό όσο και τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη βάση των πραγματικοτήτων που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός και κατά συνέπεια να παραχωρεί το στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου στην Τουρκία.

Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού (βλ. διζωνική ομοσπονδία), έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε ως συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά και μοιραία προς στις τουρκικές θέσεις. Διαβάστε την Επικαιρότητα  εδώ..........



 


ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ

 

Όποιο και αν είναι σήμερα το αποτέλεσμα της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, ένα είναι βέβαιο: ότι επιταχύνεται δραματικά η δυναμική εξόδου της Βρετανίας ή της Αγγλίας (αν τον Σεπτέμβριο η Σκοτία αποσχισθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο) από την ΕΕ.

Αποχώρηση του Λονδίνου από την ΕΕ θα είναι μια ιστορική ανατροπή, ένα σοκ για τις ισορροπίες της Γηραιάς Ηπείρου, ίσως το δεύτερο πιο σημαντικό μετά την ασύντακτη διάλυση της ΕΣΣΔ στις αρχές Δεκεμβρίου του 1991.

Από τον 16ο αιώνα και μετά η Αγγλία - και στη συνέχεια η Βρετανία και το Ηνωμένο Βασίλειο - ήταν ο ρυθμιστικός παράγων στις ευρωπαϊκές ισορροπίες. Το Λονδίνο ματαίωσε την εγκαθίδρυση ηγεμονίας της Ισπανίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ στην Ηπειρωτική Ευρώπη, γιατί πολύ σωστά είχε διαγνώσει ότι η ενοποίηση της Ευρώπης υπό μια μεγάλη δύναμη σήμαινε περιθωριοποίηση της Βρετανίας.

Σήμερα εξαιτίας της πολιτικής ομηρείας του Κάμερον στους ευρωσκεπτικιστές του Φάρατζ και του UKIP, η Βρετανία μοιάζει με πλοίο που αυτοβυθίζεται, θυμίζει το σκηνικό μέσα στο οποίο η Ομάδα Γέλτσιν διέλυσε την ΕΣΣΔ για μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Με τη Βρετανία εκτός ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη Ρωσία του Πούτιν ηττημένη στη μάχη για το μέλλον της Ουκρανίας, εκ των πραγμάτων στερεώνεται η παντοδυναμία του Βερολίνου: Δεν θα οφείλεται πλέον στις αυξημένες αντοχές της έναντι των εταίρων της στην κρίση αλλά και στην απουσία των δύο Μεγάλων Δυνάμεων που ιστορικά η μία στο Δυτικό Ακρο, η Βρετανία και η άλλη στο Ανατολικό, η Ρωσία εξισορροπούσαν την προνομιακή γεωγραφική θέση της Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης.

Ομως η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ είναι σήμα κινδύνου για όλους, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας: Αν πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα και υπάρξει πλειοψηφία κατά της ΕΕ, θα είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θα σπάσει το ταμπού του μη αντιστρέψιμου χαρακτήρα της ενοποίησης και μάλιστα με πρώτο παράδειγμα μια Μεγάλη Δύναμη.

Το σκηνικό γίνεται πιο δραματικό, αν αναλογιστούμε ότι η διαμάχη της Γερμανίας με τον Νότο συν τη Γαλλία έδινε εξ ορισμού ρυθμιστικό, παρεμβατικό ρόλο στην καρδιά της Ευρώπης, όπως θα έλεγε και ο Μπλερ, στη Βρετανία.

 


ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ

 

Το επιχειρούμενο άνοιγμα του Αλέξη Τσίπρα στην Κεντροαριστερά αναμφίβολα είναι θετικό γεγονός. Αν και θολό κι άτολμο, δεν στερείται πολιτικής σημασίας. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντιλαμβάνεται πως για να ενισχύσει την κυβερνησιμότητα του κόμματός του πρέπει να προχωρήσει στον αναπροσανατολισμό της στρατηγικής του. Αλλωστε, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μάλλον τον προβλημάτισε. Η πρωτιά δεν συνοδεύτηκε με την ανατροπή που επεδίωκε. Και το κόμμα, μένοντας στάσιμο στα εκλογικά ποσοστά, δεν εμφάνισε την αναμενόμενη δυναμική.

Παγιδευμένος σε μια κουλτούρα άγονης αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να συνθέσει τις διαφορετικές απόψεις που τον διαπερνούν. Κυρίως δεν δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με τον αποκαλούμενο μεσαίο χώρο, οι οποίες θα διεύρυναν το ακροατήριό του. Συνεπώς, η στροφή στον πολιτικό ρεαλισμό και η προσαρμογή του στη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα καθίστανται μονόδρομος. Την αναγκαιότητα αυτή φαίνεται να συμμερίζεται ο Αλ. Τσίπρας. Οι πρόσφατες θέσεις του για καίρια ζητήματα όπως αυτά της ευρωπαϊκής ενοποίησης, των συμμαχιών με προοδευτικές δυνάμεις της Ενωσης, ακόμη και η στήριξη του Γιούνκερ σηματοδοτούν τη διακριτή αλλαγή της στρατηγικής του.

Την ανατοποθέτησή του πιστοποιεί και το άνοιγμα προς τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Αντιλαμβανόμενος τα όρια και τις δυνατότητες του κόμματός του, ο Αλ. Τσίπρας στοχεύει πλέον στη διασφάλιση συμμαχιών εκτός και εντός της χώρας. Ωστόσο, η προσπάθειά του αυτή αυτοϋπονομεύεται όταν συνδέεται με την προεδρική εκλογή. Το συγκεκριμένο ζήτημα αντικειμενικά δεν μπορεί να αποτελέσει το κομβικό σημείο σύγκλισης με τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστερές. Υποκαθιστώντας το Μάκρο από το Μίκρο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει την επίτευξη πολιτικών στόχων, αδιαφορώντας για τους γενικότερους στρατηγικούς προσανατολισμούς του κόμματος.

Ετσι το άνοιγμα που επιχειρεί δεν είναι πραγματικό ούτε αποτελεσματικό. Οσους δορυφόρους κι αν αποκτήσει με την επιστράτευση νεόκοπων αντιμνημονιακών πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ δεν ενισχύει την κυβερνησιμότητά του. Ούτε θα αντιμετωπίσει με επαρκή τρόπο το μείζον ζήτημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών αν εμμένει στις απολυτότητες και μονομέρειες της άγονης αντιμνημονιακής γραμμής. Μόνο με μια κουλτούρα κυβερνησιμότητας μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει έναν νέο πολιτικό εαυτό και ο αρχηγός του να ενισχύσει περαιτέρω την ηγετικότητά του. Η εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης της χώρας προϋποθέτει πολιτικές συμμαχίες με καθαρές θέσεις και καθαρή στρατηγική.



ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

 

Ο​​ι ένστολοι υπήρξαν το μεγάλο ταμπού της μεταπολίτευσης. Η κοινωνική τους αξιοπιστία μπορεί να είχε υποβαθμισθεί μετά τη δικτατορία και την πανωλεθρία της Κύπρου, όμως η θέση τους στον κρατικό μηχανισμό ήταν αντιστρόφως ανάλογη της υποβαθμισμένης τους αξιοπιστίας. Η πολιτική τάξη το 1974 δεν μπορούσε να ξεχάσει, παρά τους λεονταρισμούς της ρητορείας της, πως τον Απρίλιο του 1967 μερικοί μεσαίοι αξιωματικοί του στρατού την είχαν συλλάβει με τις πυτζάμες.

Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο βαθύ υπήρξε το τραύμα αρκεί να θυμηθούμε πως το 1981, όταν είχε γίνει απόπειρα πραξικοπήματος στην Ισπανία από τον αντισυνταγματάρχη Τεχέρο, κι ενώ οι βουλευτές ήταν πεσμένοι στο πάτωμα ο Χουάν Κάρλος με το θάρρος του, έσωσε τη δημοκρατία. Ο «δικός μας» αρκέστηκε να κάνει μούτρα στη φωτογραφία που βγήκε με τους πραξικοπηματίες. Εν πάση περιπτώσει. Το μόνο που δεν ήθελε η πολιτική τάξη, αριστερά τε και δεξιά, ήταν να δώσει στους ένστολους ερείσματα για να τη συλλάβουν και πάλι με τις πυτζάμες.

Αν δεν κάνω λάθος, η αντιπολίτευση η οποία καταψήφιζε μονίμως τους προϋπολογισμούς της εκάστοτε κυβέρνησης εξαιρούσε πάντα τις δαπάνες για την άμυνα. Η χώρα εξοπλιζόταν για να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός πολέμου που δεν έγινε ποτέ και εν τέλει οι μόνοι που βγήκαν κερδισμένοι ήταν οι Τσοχατζόπουλοι και οι διάφοροι συνεργάτες τους. Μέχρι πρότινος δε οι στρατεύσιμοι ήσαν υπεράριθμοι, μάλλον για να δικαιολογούν τις οργανικές θέσεις αξιωματικών, ακριβώς όπως οι υπεράριθμες σφραγίδες στην έκδοση πιστοποιητικών.

Και στην περίπτωση των ενστόλων ισχύει ό,τι ισχύει σε όλους τους άλλους τομείς, η ισοπέδωση η οποία οφείλεται στην αδυναμία αξιολόγησης. Ενστολος είναι ο σμηναγός που διακινδυνεύει κάθε μέρα τη ζωή του στο Αιγαίο, ένστολος και ο γραφειοκράτης της ιεραρχίας σ’ ένα στρατόπεδο κάπου στην ενδοχώρα. Ενστολος είναι ο αστυνομικός της ομάδας Δίας ο οποίος κινδυνεύει γιατί έχει να αντιμετωπίσει τη σκληρή παραβατικότητα της Αθήνας, ένστολος και ο αστυνομικός που γυρίζει από την άλλη για να μη δει ότι το μηχανάκι πέρασε με κόκκινο και μπλέξει. Όταν λοιπόν αποφασίζει ο σεβασμιότατος υπουργός να επιστρέψει χρήματα στους ενστόλους για να αποκαταστήσει τυχόν αδικίες, κανονικά θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει ποιες κατηγορίες ενστόλων έχουν αδικηθεί.

Ειδικά όταν έχει να μοιράσει χρήματα τα οποία, για να τα αποκτήσει, έχει καταστρέψει με τον πιο βίαιο τρόπο ολόκληρα κοινωνικά στρώματα. Διότι ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας ή ελεύθερος επαγγελματίας του οποίου η ακίνητη περιουσία έχει στην πραγματικότητα δημευθεί και ο οποίος αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της φορολογίας που του επιβάλλεται, μπορεί να μην απειλεί τη δημοκρατία με τα όπλα του, όμως χωρίς αυτόν δημοκρατία δεν υπάρχει. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου που νομίζει ότι η δημοκρατία εξαντλείται στο γεγονός ότι κάποιοι μπορούν να ψηφίζουν τον Αργύρη Ντινόπουλο. Φοβούμαι πολύ πως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.

Για τους δικαστές δεν έχω και πολλά να πω. Νομίζω ότι οφείλουμε όλοι μαζί να τους ευχηθούμε υγεία, μακροημέρευση και ευημερία και να τους διαβεβαιώσουμε ότι δεν πρέπει να ανησυχούν. Να θυμούνται ότι το δίκαιο είναι με το μέρος τους εξ ορισμού και κανείς δεν πρόκειται να τους το πάρει. Γι’ αυτό ας μη χάνουν το ηθικό τους και με το κεφάλι ψηλά να αντιμετωπίζουν με τη δέουσα αυστηρότητα όλους αυτούς τους μικρομεσαίους οι οποίοι, αδυνατώντας να πληρώσουν φόρους και χαράτσια, θα εμφανιστούν μπροστά τους με το κεφάλι σκυμμένο επειδή δεν έκαναν το χρέος τους απέναντι στη δημοκρατία και το δικαστικό σώμα.

Διότι αν αφαιρέσεις ένστολους και δικαστές δεν μένουν και πολλοί για να στηρίξουν τη δημοκρατία. Ολοι εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να εργαζόμαστε για να τους συντηρούμε πάση θυσία.