Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΕΘΝΟΣ ΣΠΡΩΧΝΕΤΑΙ ΜΕΘΟΔΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΦΑΝΩΣ» ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

 

Σε μερικούς μήνες το κυπριακό κράτος θα παύσει πιθανότατα να υπάρχει, ως συγκροτημένο, ανεξάρτητο, κυρίαρχο, δημοκρατικό κράτος. Στη θέση του θα δημιουργηθούν δύο ανάπηρα «κρατίδια» - που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν και προβλέπει το ανακοινωθέν Αναστασιάδη και ‘Ερογλου - υπό τη νομιμοποιημένη αιγίδα της Αυτοκρατορίας της Παγκοσμιοποίησης. Η Κύπρος θα γίνει πιθανότατα η πρώτη αποικία που θα επιστρέψει οικειοθελώς στον αποικιοκράτη την ανεξαρτησία που κέρδισε και διατήρησε με το αίμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (1955-59) και της αντίστασης στην αμερικανοκίνητη, «ελληνική» χούντα και την Τουρκία (1974).

Οι Ελληνοκύπριοι θα γίνουν «κοινότητα εις αναζήτηση» (και μη ανεύρεση) «κηδεμόνα». ‘Αλλοι θα διασκορπιστούν στα πέρατα της Γης. Όσοι μείνουν θα γίνουν ζητιάνοι στην πατρίδα τους... Θα τους πετάξουν όπως τα ξυραφάκια μετά το ξύρισμα, αυτό που κάνουν σε τόσους και τόσους πληθυσμούς του πλανήτη (Αυτό θα συμβεί και χωρίς «λύση», αν ακολουθήσουν επί μακρόν το δρόμο των Μνημονίων!). Η γελοιωδέστερη από τις σκέψεις που κυκλοφορούν στην Κύπρο οι «Ανανιστές», είναι ότι μια «λύση», στις γραμμές που συζητώνται, θα βοηθήσει την οικονομία. Χαριστική βολή θα είναι για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων και ότι το κεφάλαιο αποφεύγει μέρη αμφισβητούμενης κυριαρχίας και θολών ρυθμίσεων, από τη φύση τους ασταθή.

Και γιατί, για να κάμψουν την ελληνική πλειοψηφία των κατοίκων, πρέπει να κάμψουν τα οικονομικά τους. ‘Ισως με πείτε υπερβολικό. Θάχαν όμως γίνει αυτά από δεκαετίας, αν είχε ψηφισθεί το διαβόητο «σχέδιο Ανάν», χειρότερο σύνταγμα του κόσμου, «κείμενο παράφρονος» (Τσάτσος), «που μπορούσες να ξετινάξεις σε δύο λεπτά από άποψη συνταγματικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου» (Βενιζέλος), σχέδιο πούχαμε δεχτεί και συζητάγαμε σε Αθήνα-Λευκωσία, αντί να κλείσουμε στο τρελοκομείο ή τη φυλακή όσους το πρότειναν. 

Τέτοια λύση μονοσημάντως περιγράφει και το ανακοινωθέν Αναστασιάδη-‘Ερογλου. Αλλά βλέπετε παθαίνουμε με τα μεγάλα θέματα ότι και με δυστύχημα στην Εθνική. Μειώνουμε την ταχύτητα δέκα λεπτά, μετά όμως το ξεχνάμε. Αρκετοί Κύπριοι περιμένουν να συμβεί θαύμα να τους σώσει. Αντικειμενικά ένα θαύμα μπορεί ακόμα να συμβεί και να τους σώσει. Αλλά το θαύμα δεν θα το κάνει ο Θεός. Μόνο οι ίδιοι μπορούν να το κάνουν. Συν Αθηνά και χείρα κίνει!

Μερικοί λένε «πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι». Υγιής αισιοδοξία είναι αυτή που στηρίζεται στη βαθειά κατανόηση της πραγματικότητας και στην απόφασή μας να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας και περισσότερα ακόμα για να αποτρέψουμε τη διαφαινόμενη, μεγαλύτερη ίσως καταστροφή στην ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού. Δεν είναι υγιής μια αισιοδοξία που στηρίζεται σε ψέμματα και κουταμάρες, αυταπάτες και εξωραϊσμούς. Δεν έχει νόημα να αποφεύγει κανείς την αλήθεια, έχει νόημα να την αντιμετωπίζει όσο υπάρχει καιρός.

Η Ελλάδα υπέστη ήδη μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικο-οικονομικές καταστροφές στην ιστορία του βιομηχανικού κόσμου. Το λένε τα νούμερα, όχι οι υποκειμενικές εντυπώσεις/εκτιμήσεις. Ελλάδα και Κύπρος μετετράπησαν σε καταστρεφόμενες αποικίες χρέους, εντός «σπείρας θανάτου». Τώρα, ο Αναστασιάδης διαπραγματεύεται τους όρους παράδοσης του κυπριακού κράτους. Αυτή είναι η αλήθεια που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Για να αποτραπεί η οριστική καταστροφή κυπριακού κράτους και ελληνισμού χρειάζεται ένα είδος «Γκεστάλτ», ριζική «αλλαγή παραδείγματος» σε διανοητικό επίπεδο, πάνδημη κινητοποίηση και η αντίστοιχη συμπεριφορά του πολιτικού προσωπικού. Κουτσού, Λιλλήκας, Ομήρου, Παπαδόπουλος, Περδίκης, όλοι οι πατριώτες Κύπριοι, ενωμένοι σε μια γροθιά, πρέπει να ενεργήσουν όπως θα ενεργούσαν το 1974, γιατί αυτό που αντιμετωπίζουν δεν είναι διαφορετικό από αυτό που έγινε τότε: προσπάθεια κατάλυσης της κυριαρχίας της Δημοκρατίας.

Μόνο τα μέσα διαφέρουν και τα σημερινά είναι πιο επικίνδυνα, γιατί ευκολότερα παραπλανούν. Διερωτάται κανείς πως γίνεται η κυπριακή αντιπολίτευση, αλλά και κάθε Κύπριος δημοκράτης και πατριώτης, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, να μην έχει βγει στα κάγκελα απαιτώντας καθημερινά την άμεση παραίτηση ή αποπομπή ενός Προέδρου, που παραβίασε μαζικά όλες τις δεσμεύσεις επί τη βάσει των οποίων εξελέγη, που συνυπέγραψε μέτρα που οδήγησαν στη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή στην ιστορία της Κύπρου, που στράφηκε τόσο άμεσα και φανερά κατά των συμφερόντων του λαού που τον εξέλεξε;

Τι αναμένουν, να ολοκληρωθεί η καταστροφή του κυπριακού κράτους; Το να αντιμετωπίζεις μια πολιτική καταστροφής του κράτους σου, ως απλώς εσφαλμένη πολιτική, σημαίνει ουσιαστικά ότι τη νομιμοποιείς. Τυχόν καταστροφή της Κύπρου θα ανοίξει τον δρόμο, θα καταστήσει πιθανότερη την τελική καταστροφή μιας ήδη βαρειά πληγωμένης μητροπολιτικής Ελλάδας. Πηγαίνουμε προς νέο 1922, με άλλες μεθόδους, αλλά παρόμοια και χειρότερα αποτελέσματα, γιατί το 1922 χάθηκε ο μισός, σήμερα απειλείται ο όλος ελληνισμός. Ο αποικιοκράτης ετοιμάζεται να ξαναπάρει πίσω την αποικία του, παγιώνοντας την εξουσία του στο μοναδικής στρατηγικής αξίας «αβύθιστο αεροπλανοφόρο», μοναδικό ορμητήριο για τον έλεγχο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Θέλει να το κάνει ανέξοδα, με την οικειοθελή υπογραφή των αποικιοκρατούμενων, που καλούνται να εγκαινιάσουν, με το παράδειγμά της «υποβοηθούμενης αυτοκτονίας» τους, την είσοδο στον νέο, λαμπρό κόσμο της ολοκληρωτικής παγκοσμιοποίησης, παγκόσμιας δικτατορίας του Χρήματος και των εθνών που το ελέγχουν επί όλης της ανθρωπότητας. Οι Κύπριοι καλούνται, οικεία βουλήσει, να τερματίσουν την πρόσκαιρη, όπως αποδεικνύεται, ελευθερία που τόσο τους τρόμαξε και τόσο ήρθε σε σύγκρουση με τα συμφέροντα, την ιδιοτέλεια και φιλοχρηματία των αρχόντων τους, δήθεν πατριωτών, δήθεν Χριστιανών, δήθεν Κομμουνιστών.

Ο «απείθαρχος» λαός των Ελλήνων θα τιμωρηθεί παραδειγματικά, διασκορπιζόμενος στα πέρατα της Γης, όπως ονειρεύτηκε και τόπε ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντισραέλι. Θα μείνει μια «αεθνική» Σιγκαπούρη, ένα «αεθνικό» Γιβραλτάρ, στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας του Χρήματος και των ‘Οπλων. ‘Ηδη άλλωστε, το να κυβερνάσαι από τον Αναστασιάδη είναι μια μορφή τιμωρίας. Στο πρόσωπό του μπορούμε να διακρίνουμε, όπως ο Ντόριαν Γκρέι στο πορτραίτο του, τη δική μας μικρότητα, ότι σάπιο έχουμε μέσα μας, την αρρωστημένη φιλοχρηματία που κατατρώει τις κοινωνίες μας. 

Ο Αναστασιάδης έχει ένα σπάνιο ταλέντο να βγάζει στα φόρα ότι χειρότερο έχουμε ως πολίτες και ως κοινωνία. Διαθέτει σπάνια ικανότητα (όπως και ο ΓΑΠ) να εκφράζει και άρα νομιμοποιεί ότι πιο ποταπό και υποτελές υπάρχει σε όλη την «ελίτ». Κατάφερε να αποσπάσει την έμμεση, πλην ουσιαστική στήριξη μιας Εκκλησίας που λησμόνησε τις παραδόσεις της, ακόμα και το κατά Ματθαίον, στις συμφωνίες με τους Ραβίνους.

Όπως και ενός τμήματος της ΑΚΕΛικής, δήθεν «αριστερής», γραφειοκρατίας που, ακόμα και τώρα, τίποτα δεν έμαθε και τίποτα δεν ξέχασε. Με την καταστροφή του κράτους του, στερούμενος της πολλαπλής προστασίας που του παρέχει, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και μαζικών πληθυσμιακών ροών, αλλά και οικονομικού εξαναγκασμού να φύγει από το νησί, ο ελληνισμός της Κύπρου θα μπει στον δρόμο του σταδιακού μεν, σχετικά σύντομου δε τερματισμού της παρουσίας του στη νήσο, όπου κυριάρχησε δημογραφικά-πολιτιστικά από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού.

Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, χωρίς Κράτος τελειώνει και το Γένος. Θα απομείνουν υπολείμματα, με μόνη «χρησιμότητα» την «ομηροποίηση» της Αθήνας, που θα τρέχει να προσκυνάει όποιον ελέγχει την Κύπρο, μην της πειράξουν όσους ‘Ελληνες απομείνουν. Αυτά μπορεί να σας φαίνονται απίθανα, το μόνο απίθανο όμως, σε Κύπρο και Ελλάδα, είναι η έκταση της προδοσίας των «αρχόντων», η απίστευτη φιλοχρηματία τους, το ποταπό της συμπεριφοράς τους, η δουλική παραφροσύνη που αποτυπώνεται στα κείμενα που υπογράφουν, συχνά πιωμένοι, ή φουλ στα αντικαταθλιπτικά, σχεδόν πάντα χωρίς να τα διαβάσουν. Διαθέτουμε αναμφισβήτητα την πιο δουλοπρεπή, εξαρτημένη, διεφθαρμένη, ανάλγητη και άπατρι άρχουσα τάξη και πολιτικό προσωπικό σε όλη την Ευρώπη.

Γι’ αυτό εμφανίζονται παγκοσμίως πρωτοφανή τερατουργήματα όπως το σχέδιο Ανάν, οι Δανειακές, τα Μνημόνια. Ο Εφιάλτης μεταξύ του ηγετικού προσωπικού μας δεν είναι η εξαίρεση, τείνει να γίνει ο κανόνας. Γι’ αυτό παραπαίει το «σχέδιο» του 1821, γι’ αυτό ετοιμαζόμαστε να τελειώσουμε μόνοι μας το «σχέδιο» του 1955-59 στην Κύπρο. Μη πείτε ότι αυτά σας φαίνονται απίθανα. Μήπως δεν γίνανε και ξαναγίνανε στην ιστορία; Πως εξαφανίστηκε σχεδόν ο κραταιός κάποτε ελληνισμός της Μικρασίας; ‘Όπως πάμε, βάζοντας την υπογραφή μας στα πιο εξωφρενικά κείμενα, όπως το (υπαγορευμένο από την Βικτόρια Νούλαντ πριν πάει στο Κίεβο) ανακοινωθέν ‘Ερογλου-Αναστασιάδη, ο λύκος θα τα φάει τελικά τα πρόβατα και θα τα φάει μάλλον σύντομα.

Ιδίως αν τα πρόβατα, σε Κύπρο και Ελλάδα, εξακολουθούν να κλείνουν τα μάτια μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στις δύο χώρες, περιμένοντας ήσυχα να τα σφάξουν, όπως συμβαίνει με τα κανονικά πρόβατα, πριν από τη Λαμπρή. Την πόρτα του μαντριού θα την ανοίξει προφανώς, με την ίδια μαεστρία που απέδειξε πως διαθέτει επιτιθέμενος στις τράπεζες του κράτους του και τις καταθέσεις των συμπολιτών του (που μισεί εξάλλου όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, ιδίως για όσα του έσουραν επί δέκα χρόνια, πριν τον βγάλουν Πρόεδρο σε μια έκρηξη αυτοκαταστροφικού μαζοχισμού), ο ίδιος ο υποδυόμενος τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, πολύ μεγαλύτερος των Ελλήνων εχθρός από τον ‘Ερογλου ή οποιονδήποτε Τούρκο, αν τον κρίνουμε από τις πράξεις του και τη ζημιά που κάνει, όχι από τα παραπλανητικά λόγια της απάτης που χρησιμοποιεί.

Ο αρχιτέκτων της αποικιακής πολιτικής στην Κύπρο Σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ είχε πει το 2004 στο CNN-Turk, γεμάτος μνησικακία για το διαφαινόμενο τότε περήφανο ‘Όχι των Κυπρίων στο δημοψήφισμα: «Θα τους το βάζουμε ξανά και ξανά το σχέδιο ώσπου να πούνε ναι». Αυτό είναι δημοκρατία! Κι αυτό ακριβώς κάνουν τώρα οι «ναυτικές δυνάμεις», αυτοί που θέλουν δικιά τους, mare nostrum όλη τη Μεσόγειο, αυτοί που ποτέ δεν κατάλαβαν από πού κι ως που, οι κάτοικοι του νησιού αυτού με την άφθαστη στρατηγική αξία, είχαν/έχουν την απαίτηση να κυβερνάνε τον τόπο τους. 

Με αυτούς θέλουν μονίμως να «συμμαχήσουν» οι τόσο βαθειά, τόσο οργανικά δουλόφρονες της Αθήνας και της Λευκωσίας, ανήσυχοι κάθε φορά που τα αφεντικά, αν και τα προσκυνάνε, δεν εκδηλώνουν απέναντί τους παρά την περιφρόνηση που φυσιολογικά νοιώθουν για τους δούλους. Αυτοί είναι εχθροί πολύ χειρότεροι, πολύ φοβερότεροι από τον Τούρκο. O αποικιοκράτης έκανε υπομονή. Χρησιμοποίησε τις μωροφιλοδοξίες και την ιδιοτέλεια της ΑΚΕΛικής γραφειοκρατίας για να ρίξει τον Παπαδόπουλο, διασπώντας την κεντροαριστερά του ‘Όχι.

Μετά, χρησιμοποίησε τον Χριστόφια ως αποδιοπομπαίο τράγο φορτώνοντάς του όλες τις αμαρτίες του νησιού, γεγονός που απεκατέστησε εξ αντιδιαστολής τον άνθρωπο του Ναι, Νίκο Αναστασιάδη, το χειρότερο προϊόν της κυπριακής δεξιάς, καθιστώντας τον αποδεκτό, με την παρασκηνιακή άλλωστε υποστήριξη τμήματος της ΑΚΕΛικής γραφειοκρατίας και την ανοιχτή του Αρχιεπισκόπου. Το χρήμα κι ο καιροσκοπισμός νάναι καλά. Σήμερα, οι αποικιοκράτες δεν έρχονται «αδούλευτοι», όπως το 2004. 

Φρόντισαν να οργανώσουν πρώτα την οικονομική επίθεση κατά του νησιού, όλοι μαζί από κοινού, Γερμανία, ΕΕ, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλαδή ΗΠΑ (αλήθεια που ήταν το σύμμαχο και φίλο Ισραήλ, με την τεράστια γνώση/επιρροή στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα, τη διεθνή πολιτική και την ΕΕ όταν καταστρεφόταν η Κύπρος;). Η οικονομική ήταν και μια διπλωματική, γεωπολιτική επίθεση, αφού πήγε να τορπιλίσει (και σχεδόν το κατάφερε) τις σχέσεις Κύπρου-Ρωσίας, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Στη βάση της οικονομικο-διπλωματικής επίθεσης του 2013, έρχεται τώρα η τελική έφοδος για την αρπαγή της Κύπρου, στην οποία κεντρικό ρόλο παίζει (όπως και στην ελλαδική περίπτωση) ο ψυχολογικός, «ιδεολογικός» πόλεμος, η προσπάθεια αφενός να χειραγωγηθεί, να αγοραστεί ή να κατατρομοκρατηθεί η «ελίτ» Ελλάδας και Κύπρου, αφετέρου να καταστραφεί η αυτοπεποίθηση-αυτοεκτίμηση του πληθυσμού, να ηττηθεί προτού δώσει καν μάχη, να δημιουργηθούν μια σειρά από αυταπάτες και εικονικές πραγματικότητες που θα επιτρέψουν στον μέσο Κύπριο να οδηγηθεί ευκολότερα στη συλλογική αυτοκτονία. 

Στην Ελλάδα και την Κύπρο εφαρμόζεται τώρα πειραματικά το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα χειραγώγησης μεγάλων κοινωνικών συνόλων και της ελίτ. ‘Ένα ολόκληρο έθνος σπρώχνεται μεθοδικά στην αυτοκτονία, εισάγονται πειραματικά, «δημοκρατικοφανώς», νέες μορφές ολοκληρωτικής διακυβέρνησης.

 


ΔΡΑΧΜΗΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Στο πρόσφατο άρθρο του Αντώνη Παπαγιαννίδη συζητείται εκ νέου το δίλημμα μεταξύ ευρώ και δραχμής, βασισμένο αυτή τη φορά στον λόγο ενός σοβαρού οικονομολόγου, του Νίκου Χριστοδουλάκη. Όμως βρίσκω ότι υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ των «η μετάβαση σ' ένα νόμισμα χαμηλότερης αξίας, θα πυροδοτήσει μια μακρά διαδικασία μείωσης εισοδημάτων» και «είναι επιβεβλημένο να γίνει ξανά ο διάλογος για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μεταξύ ευρώ και δραχμής».

Η απλή και ασφαλής αλήθεια είναι ότι η μετάβαση στη δραχμή θα ζημίωνε πρακτικά όλους μας. Λιγότερο τους πλούσιους με τα ευρώ στο εξωτερικό και τα καλά ακίνητα και επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ή αυτούς που έχουν εξαιρετικά διπλώματα και επαγγελματική εμπειρία, καθώς όλα αυτά εν πολλοίς θα διατηρούσαν την αξία τους. Αλλά θα έκανε τεράστια ζημιά στους απλούς μισθωτούς και συνταξιούχους των οποίων η κύρια περιουσία είναι ακριβώς ο μισθός ή η σύνταξη, και που θα τα έβλεπαν να χάνουν αξία σε επίπεδα που η σημερινή κρίση θα φαίνεται περίπατος.

Πέραν τούτου η Ελλάδα θα έβγαινε από την ευρωπαϊκή ένωση και θα έμπαινε σε μια μακρά περίοδο οικονομικής και πολιτικής αστάθειας (με ίσως σοβαρές επιπτώσεις και για τα εθνικά θέματα). Εδώ να μην ξεχνάμε μια κύρια παράμετρο: ότι τα 30 χρόνια πελατειακού κράτους (που συνεχίζει να κυριαρχεί στον τόπο μας) έχουν διαλύσει τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας μας. Κρίνω ότι είναι εξαιρετικά ανόητη ιδέα σε αυτή τη συγκυρία να χάσουμε όλα τα ευρωπαϊκά χρήματα (της σύγκλισης, του ΕΣΠΑ, του ELA, κ.λπ.) και επιπλέον τα μεγάλα πλεονεκτήματα που έχουμε με το να είμαστε μέλος της ΕΕ (π.χ. μόνο ως μέλος της ΕΕ η Ελλάδα μπορεί να γίνει η είσοδος των προϊόντων της νοτιοανατολικής Ασίας στην Ευρώπη).

Προς τι λοιπόν το δικό μας νόμισμα; Για να μπορούμε, λέει, να κάνουμε τη δική μας ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Όπως μπορούν να κάνουν όλα τα μακροχρόνια πάμφτωχα κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Δεν καταλαβαίνω πώς μερικοί βρίσκουν τόσο σημαντικό κάτι που αυταπόδεικτα ελάχιστα βοηθάει. Το ότι για να αναπτυχθούμε οικονομικά δεν χρειαζόμαστε τη δραχμή, αποδεικνύεται από το ότι υπάρχουν πολλά κράτη με ευρώ που πάνε μπροστά. 

Αυτό που κυρίως χρειαζόμαστε είναι να απελευθερωθούμε από το πελατειακό κράτος που ως νέος οθωμανικός ζυγός μας έχει καθίσει στο σβέρκο. Να απελευθερώσουμε την οικονομία μας από όλες τις πελατειακές στρεβλώσεις που σήμερα τη στραγγαλίζουν (γραφειοκρατία, διαφθορά, αναποτελεσματικό δημόσιο, φορολόγηση της εργασίας) για να μπορούν τα πολλά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του τόπου μας και του λαού μας να εργαστούν προς την παραγωγή πλούτου.

Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε το ζεστό νερό ούτε να εφαρμόσουμε νέες ελληνικές πατέντες για να διορθώσουμε τις επιπτώσεις των παλιών. Στις διεθνείς μετρήσεις 9 στα 10 πρώτα κράτη στην ποιότητα ζωής των λαών βρίσκονται στην Ευρώπη. Και ανάμεσα στα ανεπτυγμένα κράτη 10 στα 10 πρώτα στη διανομή πλούτου βρίσκονται στην Ευρώπη επίσης. Αρκεί λοιπόν να εφαρμόσουμε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν το κράτος μας ανάλογο με τα καλύτερα πρότυπα παγκοσμίως, και που έχουμε δίπλα μας στην Ευρώπη.

Εν κατακλείδι: Ο μόνος τρόπος να βγούμε για τα καλά από την οικονομική κρίση είναι η ελληνική οικονομία να αρχίζει να παράγει πλούτο. Το οποίο θα συμβεί μόνο όταν καταργηθεί το πελατειακό κράτος και υπάρξει ένα περιβάλλον όπου ο έλληνας επιχειρηματίας και ο έλληνας εργαζόμενος θα μπορούν να δουλεύουν παραγωγικά. Το μοντέλο που αποδεδειγμένα λειτουργεί καλύτερα εις όφελος των λαών είναι το μοντέλο της Ευρώπης: Μια ελεύθερη οικονομία για να παράγει πλούτο, και ένας αποτελεσματικός δημόσιος τομέας για να παράγει εξαιρετικές δημόσιες υπηρεσίες και κοινωνική πρόνοια. Όλα τα άλλα που ακούγονται είναι παραμύθια και ιδιοτελείς κοροϊδίες του κόσμου.
 





ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

 

Οι ιστορικοί οριοθετούν τις χρονικές περιόδους με βάση σημαντικά ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία διακρίνονται τρεις μεγάλες χρονικές περίοδοι:

α)του Μεσοπολέμου (1918-1940), με αφετηρία τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και με τέλος την έναρξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου.

β)της Μεταπολεμικής Ελλάδας (1944-1967), με αφετηρία την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και με τέλος το πραξικόπημα της 21ης Απρίλιου.

γ)της Μεταπολίτευσης (1974-2010), με αφετηρία την πτώση της δικτατορίας και με τέλος την είσοδο της χώρας στο 1ο Μνημόνιο. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος-Γερμανική Κατοχή, η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και η Μνημονιακή περίοδος αποτελούν τρεις μικρότερες χρονικές περιόδους που άλλαξαν τα δεδομένα στη χώρα και τίποτα δεν ήταν ίδιο πριν και μετά από αυτές. Η Μνημονιακή περίοδος φαίνεται να πλησιάζει προς το τέλος της. Η Ελλάδα εφόσον καταφέρει σε συμφωνία με την Τρόικα να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της, τότε θα μπορέσει να απεμπλακεί από τα Μνημόνια και να εισέλθει στη Μεταμνημονιακή εποχή.

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης οικονομικά διακρίνεται από:

α) την αύξηση των δημοσιών δαπανών και επενδύσεων

β) τη σταθερή καταγραφή δημοσιονομικού ελλείμματος

γ) την αύξηση του δημοσίου χρέους

δ) τη μείωση της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής σε όφελος του τριτογενή τομέα των υπηρεσιών

ε) την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κυρίως λόγω της απώλειας ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και του περιορισμού ή και κατάργησης των δασμών εμπορίου

στ) τη μείωση του ποσοστού αποταμίευσης και την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών

ζ) την έλλειψη σταθερού φορολογικού και νομοθετικού οικονομικού περιβάλλοντος με αποτέλεσμα την αδυναμία προσέλκυσης ξένων ιδιωτικών επενδύσεων και

η) την αύξηση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας για τη διατήρηση της ανάπτυξης της από τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΚΑΠ και από τις ενισχύσεις των ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ.

Πρακτικά η ελληνική οικονομία στη διάρκεια της μεταπολίτευσης έγινε ευάλωτη, απώλεσε την παραγωγική και επενδυτική ανεξαρτησία της και έγινε εξαρτημένη από το δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό, τις αποφάσεις της Ε.Ε. και τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν χάραξαν καμία ολοκληρωμένη οικονομική στρατηγική για να εκμεταλλευτούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.

Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δέσμια της φαυλοκρατίας, της οικογενειοκρατίας, των συμφερόντων που τα χρηματοδότησαν, των πελατειακών σχέσεων και του πάθους τους για εξουσία δεν κατάφεραν να εξηγήσουν στο λαό ότι το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης με επιδοτήσεις και δανεισμό δεν είναι διατηρήσιμο. Όλες οι κρίσιμες αποφάσεις με πολιτικό κόστος, όπως η επίλυση του ασφαλιστικού ή η δημόσια σπατάλη, αφέθηκαν σε εκκρεμότητα.

Όταν ξέσπασε η διεθνής τραπεζική κρίση το 2008 μετά την κατάρρευση της LehmanBrothers και ακολούθησε η κρίση χρέους των χωρών της Ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία ήταν εκτεθειμένη σε υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό, είχε χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα ήταν ευάλωτη οικονομικά και η κρίση ανέδειξε τις αδυναμίες της.

Τα Μνημόνια ήταν η συνταγή που υιοθετήθηκε για να αντιμετωπιστεί η κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας εξαιτίας συσσωρευμένων λαθών στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Η ελληνική κοινωνία εξέλαβε ως τιμωρητική τη στάση της Τρόικας και των ελληνικών κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά που εφάρμοσαν τις μνημονιακές πολιτικές. Η περίοδος των Μνημονίων μπορεί να πέτυχε την εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος της κυβέρνησης και τον περιορισμό του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών, αλλά αφήνει πίσω της ανεργία, φτώχεια και ανέχεια σε πρωτοφανή επίπεδα για τα ελληνικά δεδομένα.

Η ελληνική κοινωνία πληγωμένη από την απότομη δημοσιονομική προσαρμογή αισθάνεται προδομένη και αναζητά εξιλαστήρια θύματα. Κάθε πολιτικός χώρος υποδεικνύει τους υπευθύνους ανάλογα με τις σκοπιμότητες που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να υπηρετεί. Η χώρα δε μπορεί να συνεχίζει να αναζητά την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες του παρελθόντος. Κάτι τέτοιο είναι μια πλάνη και αποπροσανατολισμός. Η χώρα πρέπει να δει την πραγματικότητα που έχει μπροστά της και να πάρει τις αποφάσεις που θα την οδηγήσουν στη Μεταμνημονιακή Ελλάδα. Οι ψευδαισθήσεις και ο ρομαντισμός δεν είναι καλοί σύμβουλοι.

Η χώρα έχει το χαμηλότερο ποσοστό απασχολούμενων στην Ε.Ε. στις παραγωγικές ηλικίες. Δηλαδή ανεξάρτητα από το ήδη υψηλό ποσοστό ανέργων έχει υψηλό ποσοστό άεργων. Έχει μια από τις υψηλότερες αναλογίες συνταξιούχων Πανευρωπαϊκά και δυστυχώς μια από τις μικρότερες αναλογίες ανηλίκων ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της. Τα τελευταία χρόνια από χώρα εισδοχής ανειδίκευτων μεταναστών γίναμε χώρα εξαγωγής ειδικευμένων μεταναστών.

Με λίγα λόγια αποτυπώνεται από τη δημογραφική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ότι η χώρα έχει παραγωγικό έλλειμμα που αποτυπώνεται στην αδυναμία της να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Στη μεταπολίτευση για το πρόβλημα αυτό έγινε προσπάθεια να επιλυθεί είτε μέσω προσλήψεων στο δημόσιο είτε μέσω δημοσιών έργων. Το μοντέλο αυτό δεν ήταν βιώσιμο και οδήγησε στην υπερχρέωση της χώρας.

Η χώρα χρειάζεται τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα,χρειάζεται την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης. Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής είναι η μόνη βιώσιμη πορεία ανάπτυξης και η μόνη που θα διασφαλίσει την αύξηση του ΑΕΠ και τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος. Αν η χώρα δεν μπορέσει να γίνει παραγωγικά ισχυρή, θα παραμείνει έρμαιο των δανειστών της και των αδιέξοδων πολιτικών αντιπαραθέσεων των ανεπαρκών εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. 

Η παραγωγική ενδυνάμωση της χώρας απαιτεί αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, διαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων, σταθερό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, ελκυστικούς φορολογικούς συντελεστές, προτεραιότητα στη χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων, αναβάθμιση της βασικής εκπαίδευσης με έμφαση στη σωστή αγωγή του νέου πολίτη, ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και διασύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά.

Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η έννοια της επιχειρηματικότητας στη χώρα. Για πολλά χρόνια η επιχειρηματικότητα στηλιτεύτηκε, με αποτέλεσμα τα πιο φωτεινά μυαλά της χώρας αντί να γίνουν επιχειρηματίες και η ατμομηχανή της ανάπτυξης της χώρας, έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι κι ως δημόσιοι υπάλληλοι εγκλωβίστηκαν σε ένα σύστημα ευνοιοκρατίας και κομματισμού χωρίς παραγωγικότητα. Η Μεταμνημονιακή Ελλάδα χρειάζεται ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής ενδυνάμωσης, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και αύξησης του ΑΕΠ. Η διατήρηση του κοινωνικού κράτους εξαρτάται από την επιτυχία της αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.

Η Ελλάδα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως την ύπαρξη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και των αναγκαίων βασικών υποδομών. Έχει τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε μια οικονομικά εύρωστη χώρα αρκεί να ξεφύγει από την ενδοσκόπηση, τη μιζέρια και την επανάληψη των λαθών της μεταπολίτευσης. Η χώρα χρειάζεται εθνικό στόχο την παραγωγική ενδυνάμωση και πρέπει το σύνολο των δυνάμεων της να στραφούν προς τα εκεί. Μέσα από την παραγωγική ενδυνάμωση της θα μπορέσει να περιορίσει την ανεργία, τη φτώχεια και να διατηρήσει το ασφαλιστικό και κοινωνικό σύστημά της.

Χωρίς ισχυρό ιδιωτικό παραγωγικό τομέα η χώρα δεν θα μπορέσει να διατηρήσει το σημερινό βιοτικό της επίπεδο, ανεξάρτητα από το νόμισμα της χώρας ή τη διαγραφή ή μη του δημόσιου χρέους. Η Μεταμνημονιακή Ελλάδα δεν μπορεί να είναι η συνέχεια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η Μεταμνημονιακή Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει τους μύθους της ήσσονος προσπάθειας και να προχωρήσει συνταγμένα και χωρίς παλινδρομήσεις σε ένα πλάνο παραγωγικής ανάπτυξης.
 


ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΤΑ ΜΜΕ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΥΡΩΠΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ

 

Το να είσαι δημοσιογράφος σήμερα απαιτεί πολύ θάρρος. Στους τελευταίους 12 μήνες εκατοντάδες δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και κάμεραμεν σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, απήχθηκαν, απειλήθηκαν ή μηνύθηκαν στον κόσμο. Η Ευρώπη δεν αποτελεί εξαίρεση: ανησυχητικές πρακτικές διαβρώνουν την ελευθερία του Τύπου και εδώ. Πρέπει να τις αναστρέψουμε.

Ο ελεύθερος και ασφαλής Τύπος αποτελεί ουσιώδες συστατικό κάθε λειτουργούσας δημοκρατίας και ένα ανθρώπινο δικαίωμα κατοχυρωμένο στους εθνικούς και διεθνείς νόμους, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία προστατεύει επίσης την σωματική ακεραιότητα των δημοσιογράφων. Ωστόσο η σημερινή Ευρώπη δεν αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους.

Ανάμεσα στις ευρύτερα διαδεδομένες απειλές είναι η αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων που καλύπτουν διαδηλώσεις. Έθεσα το θέμα στην τουρκική κυβέρνηση αμέσως μετά τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί όπου η αστυνομία μεταχειρίστηκε υπερβολική βία κατά διαδηλωτών και δημοσιογράφων.

Στην Ουκρανία, όπου η ένταση κορυφώθηκε στις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου, περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι δέχθηκαν επίθεση, ακόμη και με χειροβομβίδες κρότου - λάμψης και λαστιχένιες σφαίρες. Κατά την επίσκεψή μου στη χώρα, άκουσα ιστορίες για σοβαρή βία εναντίον δημοσιογράφων που είχαν πυροβοληθεί στο μάτι ή στο πόδι και ξυλοκοπήθηκαν.

Οι δημοσιογράφοι μπαίνουν συχνά στο στόχαστρο μη κρατικών παικτών. Το «Ossigeno per l'Informazione», ένα παρατηρητήριο για την ελευθερία του Τύπου στην Ιταλία, κατέγραψε περισσότερες από 1.800 περιπτώσεις βίας στη χώρα από το 2006, περιλαμβανομένων εμπρησμών και απειλών. Το πρώτο τρίμηνο του 2014, αναφέρθηκαν περισσότερες από 150 περιπτώσεις, πολύ πάνω από τον μέσο όρο προηγούμενων ετών.

Η έλλειψη ασφάλειας για τους δημοσιογράφους και η ατιμωρησία για εγκλήματα κατά δημοσιογράφων παραμένει σοβαρό πρόβλημα στο Μαυροβούνιο. Αρκετές υποθέσεις του παρελθόντος παραμένουν άλυτες ενώ προστίθενται καινούργιες, όπως η πρόσφατη βάρβαρη επίθεση κατά δημοσιογράφου από μασκοφόρους με ρόπαλα. 

Οι δρόμοι δεν είναι το μοναδικό πεδίο μάχης. Υπάρχουν και τα δικαστήρια. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η δυσφήμηση ή η συκοφαντική δυσφήμηση συνεχίζουν να αποτελούν μέρος του ποινικού κώδικα, γεγονός που δεν συνάδει με τα διεθνή πρότυπα. Γίνεται επίσης επίκληση της νομοθεσίας για τα κρατικά μυστικά ή την τρομοκρατία προκειμένου να φιμωθούν οι δημοσιογράφοι. 

Δεκάδες δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή στην Ευρώπη με αφορμή τα ρεπορτάζ τους, ιδίως στο Αζερμπαϊτζάν, στη Ρωσία και στην Τουρκία. Στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, η κράτηση δημοσιογράφων έφερε στο φως το πλήγμα που οι πολιτικές παρεμβάσεις μπορούν να καταφέρουν στην ελευθερία του Τύπου. 

Οι μηνύσεις κατά δημοσιογράφων αποτελούν συνηθισμένη πρακτική στην Ιταλία, όπου η νομοθεσία περί δυσφήμησης χρονολογείται από την εποχή του φασιστικού καθεστώτος. Με βάση αυτή την νομοθεσία, που είναι υπό αναθεώρηση στο κοινοβούλιο, πολλοί δημοσιογράφοι μηνύονται και ενίοτε καταδικάζονται σε φυλάκιση.

Η περίπτωση της Ελλάδας: Και ο ελληνικός ποινικός κώδικας επιτρέπει την σύλληψη δημοσιογράφων για συκοφαντική δυσφήμηση. Αν και έχουν δοθεί οδηγίες προς τους αστυνομικούς να ενημερώνεται ο εισαγγελέας πριν από την σύλληψη ενός δημοσιογράφου για συκοφαντική δυσφήμηση, η πράξη δείχνει ότι η αστυνομία ενίοτε παραβλέπει αυτή την οδηγία και τον συλλαμβάνει. 

Οι ζώνες συγκρούσεων παραμένουν επικίνδυνες. Η περίπτωση της Κριμαίας είναι εμβληματική: ένοπλοι έχουν απαγάγει, εκφοβίσει, αρνηθεί την πρόσβαση και κατάσχει τον εξοπλισμό δημοσιογράφων. Η ένταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είχε επιπλέον επιπτώσεις στα μέσα ενημέρωσης και των δυο χωρών. Οι πιέσεις στους ανεξάρτητους δημοσιογράφους στη Ρωσία έχουν αυξηθεί, ενώ η Ουκρανία απαγόρευσε την είσοδο σε ρώσους δημοσιογράφους. Στην ανατολική Ουκρανία, οπλοφόροι μασκοφόροι απείλησαν πρόσφατα δημοσιογράφους.  

Απαιτείται επείγουσα μεταστροφή. Ένα πρώτο βήμα είναι η απελευθέρωση όλων των δημοσιογράφων που φυλακίστηκαν λόγω της δουλειάς τους και να καθαριστεί το ποινικό μητρώο όσων έχουν καταδικαστεί για τα ρεπορτάζ τους.

Δεύτερον, η νομοθεσία πρέπει να αλλάξει. Μόνο ανάλογες αστικές κυρώσεις πρέπει να ισχύουν για την δυσφήμηση και την συκοφαντική δυσφήμηση.  Είναι επίσης ιδιαιτέρως σημαντικό να εξαλειφθεί η ατιμωρησία μέσω της αποτελεσματικής διερεύνησης όλων των περιπτώσεων βίας κατά δημοσιογράφων. Αυτό να ενισχυθεί με συγκεκριμένες οδηγίες και εκπαίδευση των αστυνομικών για την προστασία των δημοσιογράφων.

Τέλος οι πολιτικοί, οι καθοδηγητές της κοινής γνώμης και τα δημόσια πρόσωπα πρέπει πάντα να καταδικάζουν την βία εναντίον δημοσιογράφων και να δέχονται την δημόσια κριτική χωρίς να αντιδρούν βίαια ή να εκφοβίζουν.

Είναι απογοητευτικό που η Ευρώπη του 21ου αιώνα χρειάζεται τέτοιες συστάσεις. Όμως αυτή η αξιοθρήνητη κατάσταση δεν πρέπει να αποδυναμώσει την αποφασιστικότητά μας να υπερασπιστούμε την ελευθερία του Τύπου. Υπερασπιζόμενοι τους δημοσιογράφους και διατηρώντας τον Τύπο ελεύθερο, ενισχύουμε την δημοκρατία.