Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

500 ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΗΦΟ ΣΟΥ!

 

Φιλόδοξος, οφείλουμε να ομολογήσουμε, μας φαίνεται ο στόχος της κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε χωρίς προσχήματα ότι θα μοιράσει κατά μέσο όρο από ένα πεντακοσάρικο σε ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους μία - δύο εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές! Εξόφθαλμη, αν και ανομολόγητη η επιδίωξη της κυβέρνησης: με το πεντακοσάρικο που δίνει προσδοκά να αποσπάσει την ψήφο όχι μόνο αυτών που θα το πάρουν, αλλά ολόκληρων των οικογενειών τους! Θα έχει ενδεχομένως σοβαρή κοινωνιολογική σημασία το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, αν αποδειχθεί στην κάλπη ότι το πεντακοσάρικο όντως βελτίωσε τις εκλογικές επιδόσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου, του Λουκά Παπαδήμου και του Αντώνη Σαμαρά καταβαράθρωσαν στα Τάρταρα το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.

Η προσφάτως δημοσιοποιηθείσα έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Η κοινωνία με μια ματιά - 2014» αναφέρει για την Ελλάδα ότι στη διάρκεια της πενταετίας της κρίσης από το 2008 ως και το 2012 (δεν συμπεριλαμβάνει δηλαδή το 2013) το κάθε άτομο που ζει στη χώρα μας υπέστη μεσοσταθμική μείωση εισοδήματος κατά 4.400 ευρώ. Αυτό σημαίνει χοντρικά απώλεια 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για όλους τους Ελληνες αναφορικά με το εισόδημά τους. Αν λοιπόν μας παίρνουν 50 δισ. και με το που μας δίνουν... μισό δισ. -το 1% (!) όσων μας πήραν- εμείς ως λαός τους ξαναψηφίσουμε, είμαστε πραγματικά άξιοι της μοίρας μας και πρέπει οι κυβερνήσεις να μας κάνουν πολύ χειρότερα από όσα μας έχουν κάνει!

Επειδή όμως έχουμε την εντύπωση ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα υποστούν εκλογική πανωλεθρίαχαρακτηρίσαμε «φιλόδοξο» τον κυβερνητικό στόχο θεαματικής εκλογικής ενίσχυσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν νομίζουμε ότι η «πολιτική του πεντακοσάρικου» θα φέρει εκλογικά αποτελέσματα συγκρίσιμα με τις προσδοκίες των εμπνευστών της πολιτικής αυτής. Σίγουρα υπάρχουν πια εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες εξαθλιωμένοι οικονομικά και κοινωνικά τόσο πολύ ώστε «να φιλήσουν κατουρημένες ποδιές» κατά τη λαϊκή έκφραση, για να πάρουν ένα πεντακοσάρικο. Από του σημείου αυτού όμως μέχρι του να ψηφίσουν υπέρ των πολιτικών κομμάτων που τους κατέστρεψαν την ζωή και τους βύθισαν στη φτώχεια, θέλουμε να πιστεύουμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει αβυσσαλέα απόσταση.

Οι ευρωκάλπες θα δείξουν ποια είναι η πραγματικότητα και μόνο αυτές, αναφορικά με την πολιτική αντίδραση των Ελλήνων. Το βέβαιο είναι ότι η χώρα έχει καταποντιστεί. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και προέρχονται από την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, τη Eurostat. Χρησιμοποιώντας τον ιδιόμορφο τεχνικά δείκτη (και εν μέρει συζητήσιμο) του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, η κατάσταση της χώρας μας είναι τραγική. Βάσει του δείκτη αυτού, το 2009 το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας ήταν 14 εκατοστιαίες μονάδες κατώτερο του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Το 2012 όμως είχε κατρακυλήσει στις... 31 μονάδες υστέρησης!

Το 2013 τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, αλλά η Eurostat δεν έχει κάνει ακόμη τη στατιστική αποτύπωση της κατάστασης. Ευτυχώς πάντως που η ΕΕ διευρύνθηκε προ δεκαετίας με τις κατεστραμμένες χώρες του αλήστου μνήμης «υπαρκτού σοσιαλισμού» για να περνάει η Ελλάδα και καμιά χώρα, όχι φυσικά στην Ευρωζώνη όπου είναι... πάτος, αλλά τουλάχιστον στην ΕΕ των 28 χωρών - μελών! Δυστυχώς, μόνο με τις χώρες αυτές είναι συγκρίσιμη πλέον η χώρα μας και η Πορτογαλία, με τρία μάλιστα από τα κράτη αυτά (Σλοβενία, Τσεχία, Σλοβακία) να έχουν ήδη από το 2012 ξεπεράσει την Ελλάδα μετά τον καταποντισμό της στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ συναρτημένο με τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης. Με βάση τον μέσο όρο της ΕΕ των «28» στις 100 μονάδες, το 2012 η Γερμανία κατά τους υπολογισμούς της Eurostat βρισκόταν στις 123 μονάδες, η Βρετανία στις 106, η Ισπανία στις 96, η Ιρλανδία στις 129, η Ευρωζώνη στις 108 κατά μέσον όρο και πάει λέγοντας.

Η Ελλάδα είχε κατακρημνιστεί όμως στις... 75 (!) μονάδες (από τις 94 που βρισκόταν το 2009), μετά δηλαδή και την Πορτογαλία που βρισκόταν στις 76 μονάδες και σε απόσταση αναπνοής από τη... Λιθουανία (72) και την Εσθονία (71)! Πολύ κοντά και η Πολωνία (67) και η Ουγγαρία (67), όπως και η Λετονία (64) και η Κροατία (62). Με δεδομένο μάλιστα ότι το 2013 ήταν μια εφιαλτική χρονιά για την Ελλάδα, καθόλου δεν αποκλείεται πολλές από τις χώρες αυτές να έχουν ήδη ξεπεράσει την Ελλάδα. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου, του Λουκά Παπαδήμου και των Σαμαρά - Βενιζέλου κατάντησαν την Ελλάδα χώρα της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού»! Αν οι Ελληνες ψηφοφόροι για ένα πεντακοσάρικο τους επιτρέψουν να συνεχίσουν αυτή την ολέθρια πολιτική για τον λαό μας, θα εκπλαγούμε απερίγραπτα. Οψόμεθα ες... ευρωκάλπες! Διαβάστε την Επικαιρότητα  εδώ
 


Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ Ο ΜΑΚΙΝΤΕΡ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

 

Η κρίση στην Ουκρανία, που κλιμακώνεται συνεχώς από τον Νοέμβριο του 2013 μέχρι σήμερα, μεταφράζεται από τους περισσότερους στη Δύση ως ιδεολογική πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις της προόδου και τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης. Ετσι, από τη μία πλευρά βρίσκονται οι δυνάμεις που διεκδικούν τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ανάπτυξη, υπό την πεφωτισμένη ηγεσία της Γιούλια Τιμοσένκο, και προσβλέπουν στον «φυσικό τους σύμμαχο», δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι δυνάμεις αυτές αντιμάχονται τις δυνάμεις που εκπροσωπούν τα λείψανα ενός οδυνηρού και σκοτεινού παρελθόντος, οι οποίες δρουν υπό την ηγεσία του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, «πρόθυμου συμμάχου» του ρωσικού επεκτατισμού. Ανάθεμα, λοιπόν, στη Μόσχα!

Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης βρίσκεται η άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία η ουκρανική κρίση, με αιχμή του δόρατος την απόφαση για απόσχιση της Κριμαίας και ενσωμάτωσή της στην Ομοσπονδία της Ρωσίας, που έγινε πράξη με το πρόσφατο δημοψήφισμα, αποτελεί ένα ηχηρό ράπισμα στην υποκρισία των ΗΠΑ και της Ε.Ε., που εκμεταλλεύονται και εκβιάζουν τους λαούς και τώρα λαμβάνουν ό,τι τους αξίζει. Ανάθεμα, λοιπόν, στην Ουάσινγκτον, ανάθεμα και στις Βρυξέλλες! Υπάρχει, τέλος, και μια άλλη, πιο νηφάλια προσέγγιση, που αντιλαμβάνεται τα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία ως μία ακόμα κρίση στο πλαίσιο του αέναου αγώνα για απόκτηση ή διατήρηση ισχύος ανάμεσα σε ισχυρούς δρώντες και, μάλιστα, ανάμεσα σε μια χερσαία δύναμη (Μόσχα) και μια ναυτική δύναμη (Ουάσινγκτον).

Σήμερα, περισσότερο από δύο δεκαετίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, το διάδοχό της σχήμα, η Ομοσπονδία της Ρωσίας, προσπαθεί να αποφύγει τη στρατηγική ασφυξία αλλά και τον οικονομικό στραγγαλισμό που επιδιώκει να της επιβάλει η Δύση. Πράγματι, η αμερικανική προσπάθεια νέας «ανάσχεσης» της Μόσχας με την εγκατάσταση στο έδαφος ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, της λεγόμενης αντιπυραυλικής ασπίδας, καθώς και η επιδίωξη της Ουάσινγκτον να αποσπάσει την Ουκρανία από τη ρωσική επιρροή αποτελούν επαρκείς λόγους για να προκαλέσουν την αντίδραση της Μόσχας.

 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επανέρχεται στο προσκήνιο η γεωπολιτική θεώρηση του κόσμου που εύστοχα σχηματοποίησε ο Χάρολντ Μακίντερ, ο οποίος τοποθετούσε την Ουκρανία στην καρδιά της Ευρασίας, ο έλεγχος της οποίας αποτελούσε αναγκαίο όρο για τον έλεγχο του κόσμου. Υπ’ αυτούς τους όρους, ο έλεγχος της Κριμαίας αποτελεί για τις ΗΠΑ σημαντικό διακύβευμα, ενώ για την Ομοσπονδία της Ρωσίας αντιπροσωπεύει προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για τη στρατηγική της επιβίωση. Για τον λόγο αυτό η Μόσχα δεν δίστασε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά οποιονδήποτε προσπάθησε να της στερήσει την πολύτιμη αυτή περιοχή, ήδη από το 1709, οπότε οι Ρώσοι πολέμησαν κατά των Σουηδών.

Η νίκη στον πόλεμο αυτό προσέδωσε στην Κριμαία και το βάρος ενός ιδιαίτερου συμβολισμού, αφού η κριμαϊκή χερσόνησος έγινε το λίκνο του ρωσικού εθνικισμού, ο οποίος τονώθηκε από τις νίκες στους επόμενους δύο κριμαϊκούς πολέμους που ακολούθησαν. Τέλος, η αναφορά στο γεγονός ότι η Κριμαία αποτελεί ζωτικής σημασίας βάση για το ρωσικό Ναυτικό -η οποία του παρέχει τη συντομότερη πρόσβασή του προς τις «θερμές θάλασσες»- αλλά και το γεγονός ότι η Κριμαία αποτελεί αναγκαίο διάδρομο για τις ρωσικές εξαγωγές υδρογονανθράκων δεν χρησιμεύουν παρά για να υπογραμμιστεί αυτό που όλοι γνωρίζουν για τη διαχρονική σημασία που έχει η Κριμαία για τη Μόσχα.  

Θα μπορούσε, ωστόσο, να υπάρξει ένας αντίλογος που να εδράζεται σε όρους νεωτερικότητας και σε όρους νομιμότητας, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να αποφασίσει ο ουκρανικός λαός για το ποια θα είναι η μελλοντική του πορεία, αφαιρουμένων των γεωστρατηγικών και γεωοικονομικών συμφερόντων των ισχυρών αυτής της Γης. Ομως και σε ένα τέτοιο πλαίσιο υπάρχουν περισσότερες από μία αναγνώσεις της νεωτερικότητας, της νομιμότητας και της λαϊκής βούλησης.
 
Ετσι, μπορεί κανείς δικαίως να αναρωτηθεί σε τι συνίσταται η νεωτερικότητα όταν ανατρέπεται ο εκλεγμένος πρόεδρος μιας χώρας από μία πολιτικό που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη φυλακή για διαφθορά, πολύ περισσότερο όταν στους συμμάχους της συγκαταλέγονται φασίστες και ελεύθεροι σκοπευτές. Επίσης, διερωτάται κανείς σχετικά με τη νομιμότητα της απόσχισης της Κριμαίας, όταν το δημοψήφισμα έγινε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κεντρικής κυβέρνησης της Ουκρανίας, ύστερα όμως θυμάται ότι ακριβώς το ίδιο έγινε και στην περίπτωση της απόσχισης του Κοσόβου από τη Σερβία, πράγμα το οποίο όχι μόνο θεωρήθηκε τότε νόμιμο από τη Δύση αλλά και αναγνωρίστηκε επίσημα παρά τις διαμαρτυρίες του Βελιγραδίου.

Οπως προκύπτει επομένως, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει κανείς την υιοθέτηση των δύο μέτρων και δύο σταθμών, όπως επίσης είναι δύσκολο να αποφύγει τα στερεότυπα και την τοποθέτηση της Ιστορίας σε μια νέα κλίνη του Προκρούστη, που άλλο δεν κάνει παρά να την παραμορφώνει. Επομένως, η ανάλυση των σύγχρονων συνθηκών με όρους Ψυχρού Πολέμου είναι όχι μόνο λανθασμένη αλλά και επιβλαβής, αν όχι επικίνδυνη, μια και αντιλαμβάνεται τον ιδιαίτερα πολύπλοκο σημερινό κόσμο με έναν μονοδιάστατο τρόπο. 

Κατά συνέπεια, οι σύγχρονες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας επιβάλλουν μια νέα προσέγγιση της διεθνούς πολιτικής, η οποία να στηρίζεται στη διαπραγμάτευση και όχι στην απειλή και η οποία να αποσκοπεί στην εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων και όχι στην παρόξυνσή τους. Οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι και σαφείς και μεγάλες. Αποτελεί όμως τη μόνη επιλογή για να αποφευχθεί ένας νέος κριμαϊκός πόλεμος αλλά και για να μη γίνει το 2014 το εναρκτήριο έτος ενός ακόμα αιώνα πολέμων.





 


TΟ ΚΡΙΜΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΥΣΤΣΩΦ


Το 1991 στην Ουκρανία διενεργήθηκε ένα δημοψήφισμα, όπου με τη συγκλονιστική πλειοψηφία του 90% περίπου, εγκρίθηκε η ανεξαρτησία της χώρας από την ΕΣΣΔ. Στην Κριμαία, η απόσχιση της χώρας από τη Σοβιετική Ένωση υπερψηφίστηκε μόλις (;) από το 54% -ήταν το πιο χαμηλό ποσοστό σε όλη την Ουκρανία… Με αφορμή το χτεσινό δημοψήφισμα, σε δημοσίευμα της «Monde» υπενθυμίζεται, ότι το «θέμα» της Κριμαίας  -το ερώτημα δηλαδή αν ανήκει στην Ουκρανία ή τη Ρωσία- γεννήθηκε εξαιτίας μιας ανεξήγητης απόφασης του Νικίτα Χρουστσώφ. Ήταν το 1954, όταν στη διάρκεια μιας συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του σοβιετικού ΚΚ, μια συζήτηση που διήρκεσε μόλις ένα τέταρτο της ώρας έκρινε το μέλλον της Κριμαίας: προσεφέρθη ως δώρο στην Ουκρανία.

Πολλοί προσπάθησαν έκτοτε να εξηγήσουν εκείνη την απόφαση του Χρουστσώφ, δεδομένου ότι ιστορικά η Κριμαία ανήκει στη Ρωσία, ενώ το ΄54 στη χερσόνησο ζούσαν 268.000 Ουκρανοί και 858.000 Ρώσοι… Εξάλλου, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, η Αικατερίνη Β’ προσάρτησε την Κριμαία στη Ρωσία και στις ακτές της περιοχής παραθέριζε όλη η υψηλή αριστοκρατία από την Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα. Στα πολυτελή θερινά ανάκτορα της Γιάλτας ξεκαλοκαίριαζαν οι οικογένειες της τσαρικής αυλής, εκεί έδενε ο ρωσικός στόλος και η Κριμαία αποτελεί συχνό σημείο αναφοράς στη ρωσική λογοτεχνία, ιδιαίτερα στον Πούσκιν.

Γιατί, λοιπόν, αποφάσισε ο Χρουστσώφ να παραχωρήσει την Κριμαία στην Ουκρανία, είναι το ερώτημα -και τρείς είναι μάλλον οι σημαντικότεροι λόγοι. Καταρχάς, διότι η Ουκρανία ήταν τότε αναπόσπαστο τμήμα της ΕΣΣΔ και άρα, η κίνησή του στη 300ή επέτειο προσχώρησης της Ουκρανίας στη τσαρική Ρωσία, είχε συμβολική μόνο σημασία, καθώς υπογράμμιζε την «αδελφοσύνη» των δύο λαών. Ο δεύτερος είχε να κάνει με τα προσωπικά βιώματα του Χρουστσώφ, που ήταν μεν Ρώσος, αλλά είχε δουλέψει στα ουκρανικά ορυχεία και πολιτικά εξελίχθηκε στο Ουκρανικό ΚΚ. Και ο τρίτος λόγος είχε να κάνει με την πολιτική ιστορία της περιοχής -δεδομένου ότι ο Στάλιν το ΄44 είχε κάνει εθνική κάθαρση στην Κριμαία διώχνοντας από κεί κάπου 300.000 Τατάρους (που είναι τουρκο-μογγολική φυλή), επειδή ορισμένοι απ' αυτή την κοινότητα είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί. Η Κριμαία είχε ερημώσει και το ΄54 ο Χρουστσώφ σκέφτηκε ότι η κίνησή του θα ήταν κίνητρο μετεγκατάστασης Ουκρανών από την έρημη ενδοχώρα στην Κριμαία.

Από τότε, στην περιοχή ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν πολλοί Ουκρανοί αλλά κυρίως Ρώσοι (μόνον 1 στους 3 κατοίκους είναι Ουκρανός), ενώ επέστρεψαν και οι Τάταροι, που είναι σήμερα το 12% του πληθυσμού. Και μολονότι ο Χρουστσώφ εμπνεύσθηκε τον εποικισμό της Κριμαίας στη συνέχεια του σοβιετικού gosplan, που προέβλεπε κεντρικό σχεδιασμό της οικονομικής δραστηριότητας, η Κριμαία τελικά αναπτύχθηκε τουριστικά, όπως υπαγόρευε η φυσική της θέση. (Η ιστορική αναδρομή είναι διδακτική, διότι μας δείχνει ότι όταν πολιτικές σκοπιμότητες υπαγορεύουν ορισμένες αποφάσεις κόντρα στην ιστορία και τη γεωγραφία μιας περιοχής, στο γύρισμα των χρόνων, τα πράγματα μπορεί να επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση. 

Και αυτή η επάνοδος εξ ορισμού είναι επώδυνη, γιατί επανακαθορίζεται η ζωή μιας κοινωνίας -πόσο μάλλον όταν στον αέρα της περιοχής διασταυρώνονται μεγάλα συμφέροντα δύο κόσμων. Και στην Κριμαία ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξηλωθεί η μεταπολεμική ισορροπία των παγκόσμιων συσχετισμών).

ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΦΥΓΕΙ;

 

Τι μεσολάβησε στην Τουρκία και ο Ταγίπ Ερντογάν μεταβλήθηκε μέσα σε ένα χρόνο, από λαοφιλής ηγέτης και αναμορφωτής της οικονομίας σε «δικτάτορα»; Τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού με το πάρκο Γκεζί και η αντιδημοκρατική αντιμετώπιση διαδηλωτών με αστυνομική βία, θα ήταν μια πρόχειρη και εύκολη απάντηση. Αυτό είδαμε εμείς στις τηλεοράσεις μας. Τι ήταν, όμως, αυτό που μεσολάβησε; Εκτός αν θεωρήσουμε ότι είναι επαρκής απάντηση, ότι ο Ερντογάν καβάλησε το καλάμι, επειδή συνήθισε στην εξουσία», ή «τρελάθηκε»... Ας το πάρουμε αλλιώς τώρα. Αυτό που σίγουρα άλλαξε την τελευταία διετία, είναι η σχέση της Τουρκίας με την Ουάσινγκτον. Η αρχή έγινε, όταν ο Ερντογάν και ο Νταβούτογλου άρχισαν να φλερτάρουν με τους Παλαιστίνιους, για να καταλήξουν σε «υψηλές επαφές» με τη Χαμάς. Στο «λογαριασμό» πρέπει να προσθέσουμε και την ιστορία του «Μαβί Μαρμαρά», με το παιχνίδι εντυπώσεων που έκανε ο Τούρκος πρωθυπουργός κόντρα στο Ισραήλ, επιχειρώντας να αναδειχθεί σε ηγέτη του αραβικού κόσμου. Οι Αμερικανοί δεν το είδαν με καθόλου καλό μάτι και του το έδειξαν.

Ο Ερντογάν δεν υποχώρησε, ενδεχομένως λόγω έπαρσης -αλλά και λόγω κακών υπολογισμών. Αυτό αποδείχθηκε λίγο αργότερα, όταν ξέσπασε η «αραβική άνοιξη» (που εκ των υστέρων, μάλλον πρέπει να αποκαλούμε «αραβική κρίση»). Οι Αμερικανοί φρόντισαν να κάνουν εγκαίρως μια περίεργη στροφή, παίρνοντας θέση υπέρ της αλλαγής καθεστώτων στην Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Τυνησία, με αποτέλεσμα οι φιλοδοξίες και οι σχεδιασμοί του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου να πέσουν στα βράχια. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, όμως, όταν κορυφώθηκε η κρίση στη Συρία. Η Τουρκία ποντάρισε από την αρχή στους αντικαθεστωτικούς και διεκδίκησε ρυθμιστικό ρόλο στον εμφύλιο. Ο Ερντογάν πίστεψε ότι το στοίχημα θα του βγει, όταν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έφτασαν στο σημείο να συζητούν επέμβαση για να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ. Όμως, η ισχυρή παρέμβαση της Μόσχας και οι «χειρισμοί για διπλωματικό σεμινάριο» από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, άλλαξαν τον ρου των πραγμάτων.

Ομπάμα και Πούτιν τα βρήκαν και ο Άσαντ έμεινε στη θέση του, ενώ ο εμφύλιος συνεχίζεται ακόμη. Η Τουρκία βρέθηκε, κατά τα φαινόμενα, για μια ακόμη φορά στη λάθος πλευρά. Τότε, ο Ερντογάν πίστεψε ότι του απέμενε το «χαρτί» του Ιράν. Ήταν συνομιλητής της Τεχεράνης -όταν η Δύση είχε κατεβάσει τα τηλέφωνα- και ήλπιζε σε ένα ρόλο «μεσάζοντα». Ούτε αυτό του βγήκε. Ακόμη ψάχνει να καταλάβει, πώς «ίσιωσαν» τα πράγματα ξαφνικά, μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν... Ας κάνουμε τώρα μισό βήμα πίσω, για να δούμε τι στ' αλήθεια συνέβη στις χώρες της «αραβικής άνοιξης», τι παραλίγο να συμβεί στη Συρία και τι συνέβη στην Ουκρανία. Θα βρούμε έναν κοινό παρονομαστή: οι δυτικές κοινωνίες έχουν γίνει ευαίσθητες -ίσως και υπερευαίσθητες- στο άκουσμα και μόνο της είδησης (ή της «είδησης»), ότι ένας δικτάτορας σε κάποια μακρινή χώρα καταδυναστεύει ένα λαό. Αυτή η «ευαισθησία» μετατρέπεται εύκολα και γρήγορα σε οργή, όταν τα διεθνή τηλεοπτικά αρχίσουν να μεταδίδουν εικόνες από επεισόδια, καταγγελίες για αστυνομική βία και αριθμούς νεκρών διαδηλωτών.

Ορισμένοι αναλυτές -θα μπορούσα να σας πω εύκολα και κανα δύο ονόματα σοβαρών Αμερικανών αναλυτών- επεσήμαναν με αφορμή την περίπτωση της Ουκρανίας, ότι οι δυτικές κοινωνίες «θολώνουν» και έχουν φτάσει στο σημείο να μην κοιτάζουν, ποιος ακριβώς κυνηγά ποιον σε μια πλατεία. Απαιτούν να σταματήσει η βία «χθες», με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να γνωρίζουν, ή να μπορούν να φανταστούν, τι σημαίνει μια ξαφνική αλλαγή εξουσίας σε μια μακρινή χώρα. Δεν είμαι, ούτε θέλω να γίνω υπερασπιστής του Γιανουκόβιτς, ή του Ερντογάν, ή πολύ περισσότερο ενός Άσαντ, Μουμπάρακ ή Καντάφι. Όμως, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε σε αυτές τις περιπτώσεις, μοιάζει επαναλαμβανόμενη...

΄Οσο οι ανατροπές καθεστώτων συμβαίνουν μακριά μας, έχουμε την πολυτέλεια να τις σχολιάζουμε. Αν συμβούν στην διπλανή μας πόρτα, τότε καλό είναι να γνωρίζουμε από πριν, τι μπορεί να επακολουθήσει. Ο Ερντογάν δεν είναι άγιος. Αλλά επί μία δεκαετία και βάλε, υπήρξε παράγων σταθερότητας και ομαλότητας στα ελληνοτουρκικά. Δεν ξέχασε τις διεκδικήσεις, αλλά και δεν ξεπέρασε ποτέ το όριο... Τώρα, ορισμένοι φαντασιώνονται εδώ στην Αθήνα, ότι αυτοί που τον αντιπολιτεύονται είναι γνήσιοι δημοκράτες. Χμ... Θα το ξανασκεφτόμουν δύο και τρεις φορές. Θα θυμόμουν, για παράδειγμα, ότι τα Ίμια τα ζήσαμε επί Τσιλέρ -δηλαδή επί πρωθυπουργίας μιας κυρίας που εκπροσωπούσε το «κοσμικό» τουρκικό καθεστώς.

Αυτό που ευθύνεται για κάμποσα πραξικοπήματα, τα αμέσως προηγούμενα από τον Ερντογάν χρόνια. Εκπρόσωποι των «κοσμικών» -που πήγαιναν πάντοτε αγκαλιά με τον στρατό- ήταν ξέρετε και εκείνοι που εισέβαλαν στην Κύπρο. Τώρα, ακόμη και μέσα στην αδιαμφισβήτητη έπαρση και στις ακρότητές του, ο Ερντογάν εμφανίζεται να συγκεντρώνει σαρωτικά ποσοστά -πάνω από 40%, στη χειρότερη περίπτωση. Αυτοί που τον αντιπολιτεύονται (μεταξύ των οποίων και ο εθνικιστής Μπαχτσελί που «συγγενεύει» με τους Γκρίζους Λύκους), δεν φτάνουν στα ποσοστά του, ούτε αν τους αθροίσουμε όλους μαζί. Τι σημαίνει ακριβώς «περισσότερη δημοκρατία στην Τουρκία»; Είμαστε σίγουροι, ότι θέλουμε να φύγει ο Ερντογάν; Και πόσοι από εμάς έχουν σκεφθεί, τι σημαίνει αυτό που εύχονται;