Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΚΑΤΗΦΟΡΟΣ

 

Όταν οι μεν κυβερνώντες μιλούν για οριστική έξοδο από τις έωλες μνημονιακές δεσμεύσεις, οι δε τοποτηρητές των δανειστών αντιθέτως επαναθέτουν εκβιαστικά τελεσίγραφα, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά! Και κυρίως ότι: Εάν μεν οι πρώτοι έχουν δίκαιο (και μόνον μαζοχιστές θα εύχονταν να μην συμβαίνει αυτό), τότε οι δεύτεροι προεξοφλείται ότι μεθοδεύουν όχι απλώς προέκταση των αδυσώπητων δεσμεύσεων (και των βάναυσων παραγώγων που αυτές εγκυμονούν), αλλά έως και διαιώνιση των αποικιακών εξαρτήσεων που απορρέουν από αυτές.

Ακόμη και οι απλές αναφορές στην ενδεχόμενη αναγκαιότητα νέου δανεισμού πρέπει να ενεργοποιήσουν άμεσα τις ανησυχίες όλων για όσα μάλλον επέρχονται και τα οποία δεν είναι άσχετα με μεσοπρόθεσμες προθέσεις κηδεμονεύσεως της χώρας από κάποια κέντρα ισχύος και προφανών συμφερόντων, έστω και αν αυτά είναι «φίλια», τα οποία όμως μας προσαγορεύουν εταίρους και τα οποία εμείς θεωρούμε –και θεσμικώς είναι- συμμαχικά. Η εξάρτηση, όμως, με όρους κηδεμονευτικών πρακτικών, δεν εμποδίζει και ούτε –βεβαίως- αναιρεί την ισότιμη εταιρική σύμπραξη.

Με τη διαφορά ότι: Κατά μέγα μέρος, η εθνική κυριαρχία, όπως την ξέραμε, «πάει περίπατο»! Αυτονοήτως περιστέλλεται. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Και αυτό θα γίνει ακόμη αισθητότερο και με αμεσότερο τρόπο, εάν οι εξελίξεις οδηγήσουν σε βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δηλαδή, σε ομοσπονδοποίηση των χωρών που ενσωματώνονται σε αυτό το γίγνεσθαι, αλλά μέσα σε συνθήκες αδυσώπητου ανισότητος.

Με τη διαφορά δηλαδή ότι: Στην προκειμένη περίπτωση και πέραν των παθογενειών του ευρύτερου ευρωπαϊκού Νότου, το ελληνικό πρόβλημα –γιατί περί αυτού πρόκειται- αποκτά δυναμική τραγωδίας! Με προφανείς τους κινδύνους ευρύτερης εθνικής αποδομήσεως, η οποία εκκινεί από την χρεοκοπική κατολίσθηση και οδηγεί ευθέως προς αποσυνθετικές εκτροπές. Γιατί, εάν δεν υπάρξει απεξάρτηση (και πως μπορεί να υπάρξει;) από τον βρόχο που περισφίγγει τον ελληνικό τράχηλο, η μετεξέλιξη του δράματος είναι προδιαγεγραμμένη και ορατή. Ώστε κανένας από εμάς να μην μπορεί να επικαλεσθεί εκ των υστέρων άγνοια! Εάν, δηλαδή, τα πράγματα, όπως εξελίσσονται, αφεθούν να εκτραπούν προς απευκταίες εθνικές εκποιήσεις…

Αυτά είναι όσα μπορεί καθένας να δει, να επιμετρήσει και να υπολογίσει, με βάση ό,τι σήμερα βιώνουμε. Είτε ως συνολική εικόνα του ελληνικού δράματος, είτε και ως επιμέρους βιωματική (και σκαιά) εμπειρία της ελληνικής καθημερινότητας. Που όχι απλώς αποβαίνει εξουθενωτική, αλλά και κυριολεκτικώς ταπεινωτική. Με όρους δραστικής απομειώσεως των δυνατοτήτων ακόμη και φυσικής επιβιώσεως των πολιτών. 

Με τους μισούς από αυτούς να ακροβατούν στατιστικώς στα όρια της φτώχειας και ένα μεγάλο μέρος τους να εμβυθίζεται ήδη σε πιο ακραίες μορφές της. Τις οποίες μορφές επιμαρτυρούν, συν τοις άλλοις, οι ουρές των συσσιτίων και οι κατά γεωμετρικήν πρόοδον μεγενθυνόμενοι αριθμοί των αστέγων. Αυτά δεν επισημαίνονται για να καταγραφούν ως απογοητευτικές επιρροές της πτωχεύσεως. Ούτε για να επαυξήσουν τον εθνικό πεσιμισμό. Καταγράφονται, αφενός για να ευαισθητοποιήσουν τα εθνικά μας αντανακλαστικά και αφετέρου για να οδηγήσουν σε συνειδητές αντιδράσεις. Με την έννοια της αναλήψεως των ειδικών ευθυνών που αναλογούν σε όλους. Και στους κυβερνώντες και στους αντιπολιτευομένους και στους πολίτες όλου του ιδεολογικοπολιτικού φάσματος. Γιατί, εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα, δεν απομένουν πολλά περιθώρια. Και καθόλου ελαφρυντικά είτε για τους μεν είτε για τους δε…

Είναι ώρα για συλλογική αντίληψη ευθυνών. Με την έννοια της δημιουργίας συνθηκών για προαγωγή αποφασιστικών πολιτικών και αντιστάσεων, προκειμένου να ανασχεθεί οριστική κατάρρευση και να αποτραπούν εθνικοί ακρωτηριασμοί, που εάν υπάρξουν δεν θα είναι ποσώς αναστρέψιμοι. Να το έχουμε κατά νου και αναλόγως να ενεργήσουμε. Και ως πολιτικό σύστημα και ως πολίτες. Με γενναιόφρονες αποφάσεις, που θα περάσουν εξ ανάγκης και από επώδυνες τομές αυτοκαθάρσεως και από ιδεολογικοπολιτικούς ιστορικούς συμβιβασμούς, καθώς εκείνο που προέχει τώρα είναι η ανατροπή των σημερινών δυναμικών και τελικά η αναστροφή της επιταχυνόμενης και καταστροφικής κατιούσας.Διαβάστε την Επικαιρότητα  εδώ



 


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΡΙΣΗ!

 

Τέσσερα χρόνια πριν, η χώρα παραδεχόταν πως είχε χρεοκοπήσει. Ευθέως; Όχι φυσικά. Στα ίσα; Ποτέ. Στο περίπου. Είχε όμως πράγματι χρεοκοπήσει. Και παραμένει απολύτως χρεοκοπημένη. Άνοιξε τότε ένας δρόμος, μια δυνατότητα προς την αλήθεια. Εξάλλου στην αλήθεια δε φτάνεις, μόνο πηγαίνεις προς τα ’κει αν το επιθυμείς. Μια δυνατότητα να γκρεμιστεί η ψευδαίσθηση της κουλ ευημερίας, να πάψει η νεοελληνικούρα να κυριαρχεί με αεριτζίδικα δανεικά, να χάσει την αίγλη του ο εγωπαθής νεοπλουτισμός, που μεταμφιεσμένος σε λαϊφσταϊλίστικη αξία όριζε τη σύγχρονη κοινωνία.

Ως τώρα, δε φαίνεται να περπατήσαμε τούτο το δρόμο. Κρίμα για όσους αισιόδοξους το περίμεναν. Οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν έτσι απλά. Ούτε μόνες τους. Οι ταυτότητες που με καμάρι λάβαμε απ’ όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν αντέχουν σε αμφισβήτηση. Έγιναν εαυτότητες, δομημένες γερά για μην έχουν υπαρξιακές αμφιβολίες και αναρωτήσεις. Πώς θ’ αποφασίζαμε ότι είμαστε στο τίποτα, στην αρχή; Είχαμε προλάβει να γίνουμε τα πάντα, να φτάσουμε στην κορυφή. Κι έτσι ζούμε θριαμβευτικά και με θόρυβο, την εθνική μας σχιζοφρένεια. Θα σταθώ σε δύο σημεία, υποβάλλοντας το αίτημά μου ταυτόχρονα, να βρούμε το θάρρος να διαλέξουμε.

Ζήτημα πρώτο. Νυχθημερόν, καθυβρίζουμε και μηδενίζουμε συλλήβδην το πολιτικό σύστημα και προσωπικό των τελευταίων σαράντα χρόνων. Η ρητορική γνωστή και κλισέ. Την ίδια στιγμή δεν κρύβουμε, πως με κάθε κύτταρο της συλλογικής μας ύπαρξης, επιθυμούμε την ολική επαναφορά μας σε κάποιο από εκείνα τα παραδεισένια έτη. Με τους τότε όρους μάλιστα. Πλήρες πισωγύρισμα. Δε θέλουμε να βλέπουμε στα μάτια μας τους πολιτικούς εκείνης της εποχής, αλλά πετάμε τη σκούφια μας, να επιστρέψουμε στο δημιούργημά τους, στην εποχή καθαυτή. Ως είχε. Ακαριαία αν γίνεται, με το πάτημα ενός πλήκτρου ει δυνατόν. Αλήθεια πόσοι από μας θα πατούσαμε ένα τέτοιο κουμπάκι αυτόματης επιστροφής, αν υπήρχε; Οφείλουμε να διαλέξουμε. Θέλουμε το παλιό ή το νέο; Και τίμια να επιλέξουμε τους αντίστοιχους ανθρώπους.

Ζήτημα δεύτερο. Επιμένουμε αμετανόητα να μιλάμε ακόμα για ΚΡΙΣΗ. Με άλλα λόγια, μια έξαρση οικονομικής δυσχέρειας που προέκυψε μάλλον ερήμην μας, εξωγενώς αναμφίβολα, σαν φυσικό φαινόμενο. Και ως τέτοια, θα κάνει τον κύκλο της και θα μας αποχωριστεί από μέρα σε μέρα. Μέσω ενός πρωτογενούς πλεονάσματος; Μέσω ενός μεγαλοπρεπούς σκισίματος του μνημονίου; Κάπως βρε αδερφέ. Εξάλλου η φράση «όταν τελειώσει η κρίση» αποτελεί μόνιμη επωδό της πολιτικής μας ζωής με διάφορους τρόπους. Είναι η λεκτική υπόκρουση της καθημερινότητάς μας. Όμως οι λέξεις δεν επιλέγονται τυχαία ή αυθαίρετα. Δεν ονοματίζουμε χωρίς να εννοούμε.

Φευ! Η κρίση δεν θα τελειώσει. Διότι, δεν υπάρχει κρίση! Υπάρχει μόνο Ιστορία, που γύρισε σελίδα. Εμείς τη γυρίσαμε. Και όσο δεν αποφασίζουμε εμείς οι ίδιοι να γράψουμε, πάνω στη νέα λευκή σελίδα που περιμένει, θα γράφουν αυτοί που το αποφασίζουν. Ενδεχομένως και με τη συνδρομή μιας νομοτέλειας της Ιστορίας που πάντα έρχεται να καλύψει τα κενά που αφήνει η έλλειψη δημιουργίας και ενεργητικής συμμετοχής απ’ αυτούς που τις χρωστούν. Κι έτσι ολοένα θα βουλιάζουμε, με ζωντανό όμως το όνειρο, να καταφθάσει το χέρι ενός Μεσσία το οποίο θα μας γυρίσει πανηγυρικά στην προηγούμενη ένδοξη σελίδα. Στην παλιά. Οφείλουμε να διαλέξουμε. Θα περιμένουμε να τελειώσει η κρίση (εμάς κατά πάσα πιθανότητα) ή θα τελειώσουμε εμείς την κρίση; Και θα μου πεις: καλά τα λες. Είναι όμως εύκολο; Όχι, είναι δύσκολο.
 


BUSINESS PLAN

 

Το πρώτο καμπανάκι χτύπησε στο Λονδίνο, όταν συνέλαβα τον αδερφό μου να πραγματοποιεί αγορές πρώτης ανάγκης ηλεκτρονικά. Πριν προλάβουμε να θρηνήσουμε την εξάντληση του ψίχα-τοστ, με το πάτημα ενός κουμπιού και μέσα σε λίγες ώρες, τα ψώνια της εβδομάδας βρίσκονταν όλα έξω από την πόρτα. Λίγες μέρες μετά τυχαίνει και βλέπω στο facebook πρόσκληση επίσκεψης στη νέα σελίδα, στο νέο ηλεκτρονικό κατάστημα ενός επιχειρηματία, που διατηρούσε ήδη το κατάστημά του εδώ και πολλά χρόνια στο κέντρο. Η άνθιση των ηλεκτρονικών αγορών (e-shopping) ακολουθεί ραγδαίους και πρωτόγνωρους ρυθμούς. Ο Μπιλ Γκέιτς παρατήρησε ότι «το διαδίκτυο θα μετασχηματίσει την επιχείρηση» και ότι η τελευταία θα λειτουργεί με ένα ψηφιακό νευρικό σύστημα. Όπως όλα δείχνουν, μάλλον είχε δίκιο.

Στην περίπτωση του Λονδίνου, η κατάσταση είναι κάπως πιο παγιωμένη, κυρίως λόγω του βροχερού κλίματος το οποίο δυσχεραίνει σημαντικά τη βόλτα στην αγορά. Και στην Ελλάδα, όμως, χρόνο με το χρόνο, ολοένα και περισσότεροι επιχειρηματίες αναζητούν δυνατές νεοφυείς επιχειρήσεις, με προοπτική εξέλιξης (start-ups), και κάνουν τη δική τους εκκίνηση στο ηλεκτρονικό επιχειρείν ( e-business), ιδρύοντας διαφόρων ειδών ηλεκτρονικά καταστήματα (online stores) . Άλλοι, μαζί με το ήδη υπάρχον κατάστημά τους ,αντιλαμβανόμενοι τη νέα τάση, επεκτείνουν την παραδοσιακή τους επιχείρηση στο διαδίκτυο (expansion), προκειμένου να επωφεληθούν επιπρόσθετα από τις δυνατότητες που έχει να προσφέρει. Ανάμεσα στις δυνατότητες αυτές, εκτός από την ευκολία και την ταχύτητα των συναλλαγών, βρίσκεται και η ιδιαίτερα «χαμηλή» τιμή, η οποία στερείται των εξόδων του ενοικίου και του προσωπικού, και καθίσταται προνομιακή τελικά έναντι της αντίστοιχης του παραδοσιακού καταστήματος. Φυσικά, μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) και η επιρροή που ασκούν, δεν μπορούν παρά να προσθέτουν το κερασάκι στην τούρτα, ως χώρος συνεχούς προβολής επιχειρήσεων και ιδεών, ως κολλητός ,πλέον, φίλος της διαφήμισης και του marketing .

Πρέπει να σημειωθεί ότι η νομοθεσία σήμερα, τόσο σε εμπορικό όσο και σε φορολογικό επίπεδο, είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τις νέες επιχειρήσεις. Αφενός επιτρέπει τη σύστασή τους με μικρό κεφάλαιο και περιορισμένη ευθύνη, αφετέρου προβλέπει σημαντικές φορολογικές απαλλαγές και ελαφρύνσεις για τους νέους ιδρυτές, έως και τρία χρόνια μετά την έναρξή τους. Το ζήτημα είναι καινούριοι επιχειρηματίες και μη, να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες (adaptation), αξιοποιώντας με συνέπεια το διαδίκτυο και τις παροχές του, προκειμένου να καθιερώσουν με επιτυχία το δικό τους ελληνικό brand name στην παγκόσμια αγορά. Γιατί όχι ;

 


ΜΟΙΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ

 

Ακόμα δεν το είδαμε (το πλεόνασμα) και ήδη έχει αρχίσει η μοιρασιά του. Η υπαρξή του και το ακριβές ποσό δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμα από την Eurostat. Η τελευταία, δια του επικεφαλής της (Βάλτερ Ραντερμάχερ), το αμφισβητεί («Δεν υπάρχουν ακόμη ανθεκτικοί αριθμοί για το έλλειμμα και το ύψος του χρέους για το 2013»). Η τρόικα ζητά να καθορίσει η ίδια το αν και πώς αυτό θα μοιραστεί. Κι όμως, η ελληνική κυβέρνηση, ήδη εδώ και καιρό, διοχετεύει πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης για το πού θα διατεθεί αυτό.

Και εδώ, στις κυβερνητικές σκέψεις για την μοιρασιά δηλαδή, υπάρχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον με σημασία. Αυτό που λένε από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος θα μοιραστεί σε δικαστικούς, ένστολους και χαμηλοσυνταξιούχους. Με αυτή τη σειρά. Μάλιστα, η μερίδα του λέοντος θα πάει στους πρώτους, θ' ακολουθήσουν, με μεγάλη απόσταση αναλογικά, οι στρατιωτικοί-αστυνομικοί και το μικρότερο μέρος θα πάει σε όσους παίρνουν χαμηλές συντάξεις.

Ανεξάρτητα από το αν θα συμβούν όλα αυτά ή όχι, τα κυβερνητικά σχέδια για τους αποδέκτες του πλεονάσματος, είναι από μόνα τους αποκαλυπτικά. Δείχνουν τη μικροκομματική νοοτροπία που δεν θέλει να εγκαταλείψει αυτούς που μας κυβερνούν. Η ιεράρχηση που γίνεται, είναι ενδεικτική. Θέλουμε να έχουμε μαζί μας τους δικαστικούς και τους ένστολους, για ευνόητους -παλαιάς κοπής και λογικής- λόγους. Και ως «κερασάκι», σε μια επίδειξη υποτιθέμενης ευαισθησίας, πετάμε και ένα μικρό κομματάκι στους χαμηλοσυνταξιούχους!

Η κοινή λογική λέει, ότι τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης δεν είναι οι δικαστικοί (οι οποίοι, άλλωστε, βγάζουν συχνά αποφάσεις με τις οποίες αυτοδικαιώνονται). Ούτε και οι ένστολοι, οι οποίοι έχουν μια κακοαμοιβόμενη δουλειά, αλλά δεν παύουν να έχουν μια σίγουρη δουλειά. Οι χαμηλοσυνταξιούχοι σίγουρα, αλλά οι δύο άλλες κατηγορίες, σίγουρα όχι.

Τα μεγάλα θύματα της κρίσης, είναι άλλα. Είναι κυρίως οι άνεργοι, οι περισσότεροι από ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων ζουν(;) με μηδενικό εισόδημα. Οι περισσότεροι, είναι πια μακροχρόνια άνεργοι και δεν παίρνουν καν το πενιχρό επίδομα ανεργίας. Από τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης είναι οι νέοι που δεν βρίσκουν δουλειά, σε ποσοστό που πλησιάζει το 60%. Τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης είναι οι γυναίκες, με ποσοστά ανεργίας που ξεπερνάνε το 32%.

Ο κατάλογος των μεγαλύτερων θυμάτων της κρίσης χωράει πολλούς ακόμα, πάρα πολλούς. Και μέχρι να φτάσουμε σε δικαστές και ένστολους, μεσολαβούν πολλές κατηγορίες. Η κυβέρνηση, ωστόσο, θέλει ν' αλλάξει αυτή τη σειρά. Θέλει να ξεκινήσει ανάποδα. Και αυτό είναι ένα θέμα...