Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

14/1/2014 - ΟΙ... ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ..


Παλιά, όταν κάποια απ' τις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ βρισκόταν πολιτικά στριμωγμένη, κατά παράδοξο τρόπο ένα τρομοκρατικό χτύπημα (κατά προτίμηση της 17Ν), άλλαζε την καθημερινή ατζέντα, κι έστρεφε την προσοχή των ΜΜΕ και των πολιτών προς τα 'κεί! Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή είτε με κάποια δολοφονία από "αγνώστους" (ακροδεξιούς; παρακρατικούς;), είτε πρόσφατα με την ''απόδραση'' τρομοκράτη-εκτελεστή της 17Ν (και άρα εν δυνάμει κίνδυνο(;) ).. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται τον τελευταίο ένα-ενάμισι χρόνο με την κυβέρνηση του μνημονιακού τόξου:

Η μπάλα, επικοινωνιακά, πετιέται στην εξέδρα!...

Κι ενώ όλοι κατηγορούν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι προσπαθεί να αντιγράψει τρόπους και πολιτικές του Μεγάλου εκείνου Τυχοδιώκτη και ιδρυτή του ΠαΣοΚ... Αντιθέτως βλέπουμε ότι εκείνος που προσπαθεί να ξεσηκώσει τα χούγια και τις πρακτικές εκείνου, είναι ο εκτελών χρέη πρωθυπουργού και φερέφωνο της τρόϊκας! Το κακό βέβαια για τον "πρωθυπουργό" είναι ότι, ενώ προσπαθεί να αντιγράψει τον ολετήρα εκείνον, δεν διαθέτει και το ταλέντο εκείνου, τόσο στα ψέματα και στην δημαγωγία, όσο και στην ευχέρεια του να είναι προνομιακός συνομιλητής, κάποιων έστω, "κύκλων" στο εξωτερικό!

Με δυό λόγια, εκείνον κάποιοι τον υπολόγιζαν, ενώ τούτον εδώ, όλοι, μέσα-έξω, τον θεωρούν ως αναλώσιμο, και ως τον "χρήσιμο ηλίθιο" που θα κάνει την βρώμικη δουλειά, και μετά θα τον πετάξουν στ' αζήτητα!Οι "κορώνες" του περί τρομοκρατίας, ακροδεξιάς απειλής, θεωρίας τον δύο άκρων, και πρόσφατα περί ευρωεκλογικού τάχα διακυβεύματος(!), μόνον θυμηδία ή οργή μπορούν να προκαλέσουν!

Ανακάλυψε(!) την επικοινωνιακή χρησιμότητα των τρομοκρατών. Έπεται να ανακαλύψει την συνομωσία του "Κοινού της Σιών", των Ναϊτών ιπποτών, καθώς και των "Πεφωτισμένων" και ό,τι ακόμα θεωρήσει ότι μπορεί, έστω και για λίγο ακόμα, να τον διατηρήσει στην εξουσία! Απολαύστε τον όσο διαρκέσει ακόμα η γελοία του παράσταση... Λίγους, ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ, μήνες...

Διαβάστε την Επικαιρότητα  εδώ


ΤΕΛΟΣ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΤΖΑΚΙΑ


Η φράση "πολιτικά τζάκια" εκστομίζεται συχνά στην ελλαδική πραγματικότητα. Αναφέρεται στις εν δυνάμει όλες εκείνες τις οικογένειες που καθόρισαν τις συντεταγμένες της πολιτικής ζωής. Υπάρχουν κάποιοι απόγονοι παλαιοτέρων "πολιτικών τζακιών" με ηχηρά ονόματα, όπως Ζαίμης, Δεληγιάννης, Δαβάκης, Δραγούμης. Υπάρχουν όμως στην...πολιτική πιάτσα και απανθρακώματα-απόγονοι "πολιτικών τζακιών", αλλά και ισχυρών οικογενειών της πολιτικής, των τελευταίων 50 χρόνων. Τα ονόματα πασίγνωστα, κυριαρχούν στο πολιτικό προσκήνιο, χωρίς να σημαίνει ότι διαθέτουν και έρμα σοβαρότητας και ευθύνης, γιατί για ικανότητες λόγος δεν γίνεται.

 Το "τζάκι" με την έννοια της πολιτικής εξουσίας υπήρχε πάντα. Η λέξη "τζάκι" περιγράφει άλλωστε δύο αιώνες ιστορικής ζωής. Παλαιότερα τη λέξη αυτή υποκαθιστούσε η λέξη "δυνατοί" ή "περιφανείς" ή "έγκριτοι". Το "τζάκι" είναι ένα εγγενές με την πολιτική ζωή φαινόμενο και εμφανίζεται σ' όλες τις κομματικές παρατάξεις, από την αριστερά μέχρι τη συντηρητική δεξιά. Στην εποχή μας, μια σύγχρονη μορφή "τζακιού" είναι τα κόμματα. Ολα ανεξαιρέτως. Η μορφή λοιπόν αλλάζει. Η ουσία παραμένει αναλλοίωτη. Τα "τζάκια" υπάρχουν.΄Μόνο η μορφή τους αλλάζει μέσα στο καιρό.

Πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι όταν ο λαός έβγαλε τη λέξη "τζάκι" εννοούσε τους δρώντες κοτζαμπάσηδες και καρβοκύρηδες και όχι τα παιδιά τους. Αυτούς δηλαδή που ασκούσαν πραγματική εξουσία μέσα στην ενεστώσα πολιτική κονίστρα. Αρα μόνον κατά παρέκταση και κατά κατάχρηση του όρου, βάζουμε την έννοια της κληρονομηκότητας στο "τζάκι". Εχουν συνδέσει κατά καιρούς το φαινόμενο του πολιτικού τζακιου με την έννοια της ισχυρής αστικής τάξης, που στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ. Δεν είναι, όμως, ακριβώς ορθή αυτή η επιχειρούμενη σύνδεση. Το "τζάκι" δεν έχει καμία σχέση με τα επιφαινόμενα της πολιτικής, την αστική δηλαδή ή τη σοσιαλιστική μορφή της πολιτικής ζωής.

Οι μορφές αυτές είναι φθαρτές, έρχονται και παρέρχονται. Επομένως τα "τζάκια" δεν έχουν να κάνουν με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της αστικής τάξης. Αντίθετα, η ύπαρξη προκαπιταλιστικών μορφών, ενισχύει την τάση που έχει το τζάκι να είναι "ιερό", γιατί η πιο βέβηλη και αδικοκρατούμενη και ενίοτε χυδαία κοινωνία, αποδείχθηκε η αστική. Τα καλύτερα "τζάκια" είναι στις προκαπισταλιστικές μορφές ζωής, γιατί εκεί οι κοινωνίες είναι πιο ιερές. Σ' αυτές τις κοινωνίες τα "τζάκια", οι πλούσιοι, οι ισχυροί, πληρώνουν και τον μεγαλύτερο φόρο ευθύνης και αίματος. Οι βασιλείς της Σπάρτης ήταν εκείνοι που σε μια μάχη πέθαιναν συνήθως πρώτοι, δίνοντας το ηρωικό παράδειγμα. Το ίδιο και οι Αθηναίοι πεντακοσιομέδιμνοι. Το ίδιο και οι ιπποτες του Μεσαίωνα, που έδιναν όρκο ότι δεν θα κατεβούν ποτέ από τοάλογο προκειμένου να υπερασπίζονται τις χήρες και τα ορφανά.

Στις πρώτες ακόμη κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, τζάκι ήταν κι αυτός που δεχόταν να πεθάνει πριν από το λαό του, εν ονόματι του ή στη θέση του λαού. Στην Ελλάδα τώρα, όπου με μερικές μόνο "διακοπές" υπήρξε πάντα μια κοινοβουλευτική ή βασιλευόμενη δημοκρατία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κυριαρχία του λαού. Η χώρα κυβερνιόταν στην πραγματικότητα από μια "παράλληλη δύναμη", την οποία αποτελούσαν κυρίως ανώτατοι στρατιωτικοί, ο θρόνος, ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, τα...τζάκια, ο συμμαχικός παράγοντας. Οι περισσότερες όμως αιτίες για τα ελαττώματα του πολιτικού συστήματος που έθρεψε με την ύπαρξη των "τζακιών", μπορούν να αναζητηθούν στα πολιτικά κόμματα.

Ο βαθμός της αδυναμίας και της αστάθειας της ελληνικής κοινωνίας, που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μη "ισορροπημένη" δεν επέτρεψε τη δημιουργία ταξικών κομμάτων, όπως αυτά συναντώνται στις ευρωπαικές χώρες. Το κλίμα αυτό ευνοούσε φυσικά την κυριαρχία των "τζακιών", ενώ τα κόμματα λειτουργούσαν σαν μέσα προσωπικών υπηρεσιών, παρά τη λειτουργεία της πολιτείας και της κοινωνίας. Η έλλειψη δηλαδή πραγματικών κομμάτων στην Ελλάδα θεωρείται ο κυριότερος παράγοντας που οικοδόμησε το πολιτικό σύστημα πάνω στο σύστημα της πελατείας.

Στη πραγματικότητα, δεν υπήρχε κανένας βαθμός της πολιτείας έξω από το σύστημα της πελατείας, γι' αυτό και καμία δυατότητα επέμβασης, ενώ τα κόμματα δν μπορούσαν να ξεπεράσουν το σύστημα, γιατί ακριβώς αποτελούσαν όργανά του. Ολη αυτή την κατάσταη υπέθαλπε η γραφειοκρατία. Γιατί, αν αυτό το σύστημα λειτουργούσε σωστά, θα εξυπηρετείτο και ο πολίτης, ενώ το ρουσφέτι θα λεχανε αυτόματα τη λειτπυργικότητά του. Και θα διακοπτόταν ο φαύλος κύκλος του συστήματος. Ετσι εξηγούνται πολλά για τη "φυσιογνωμία" της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα.

Το θέμα των "πολιτικών τζακιών" αποτελεί αντικείμενο μελέτης ενταγμένο στα κύρια προβλήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας. Ενα χαρακτηριστικό, πάντως, των ελλαδικών "τζακιών" της πολιτικής είναι ότι δεν υφίστανται με την έννοια της ιεραρχίας της εξουσίας, γνώσης και επιρροής, για πάνω από δέκα ή είκοσι γενεές. Τέτοιες ιεραρχίες προυποθέτουν αίσθηση του Κράτους, που πάει χρόνια πίσω, μόνιμους θεσμούς και μια σταθεροποιημένη κοινωνία.

Αυτό που ως πολίτες "απολαμβάνουμε" σήμερα από τα "πολιτικά τζάκια" είναι τα απανθρακώματά τους, που συνήθως αποτελούν την προσωποποίηση της ανευθυνότητας, της αβελτερίας, της απάτης, της ανικανότητας και της γελοιότητας ενίοτε, αλλά και της συμφοράς του τόπου τούτου!..

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΚΑΤΑΔΙΩΚΤΟΥ


Αν έχει να πιστωθεί κάτι η τελευταία τετραετία και μαζί της οι κυβερνήσεις που συνδέθηκαν μαζί της, είναι το τέλος της εποχής του ακαταδίωκτου. Πάνε τα χρόνια που κανείς αστυνομικός, κανείς εισαγγελέας, κανείς δικαστής, κανείς διοικητικός υπάλληλος δεν μπορούσε να αγγίξει τους μεγαλόσχημους του χρήματος, της πολιτικής και της εξουσίας εν γένει. Σήμερα εφόσον υπάρχουν στοιχεία ο οποιοδήποτε, όποιος και αν είναι, περνάει από το γραφείο του ανακριτή.

Προφανώς όχι όλοι, πάλι κάποιοι έχουν τον τρόπο να τη σκαπουλάρουν. Αλλά γενικά, τέρμα η περίοδος στην οποία όταν μια δημόσια αρχή ήλεγχε ένα πολιτικό στέλεχος το κόμμα του κατήγγειλε ότι πρόκειται για… πολιτική δίωξη, ότι ποινικοποιεί την πολιτική ζωή και άλλα παρόμοια. Τα οποία θα πρέπει να κάνουν τους κυβερνητικούς εκπροσώπους και τους κομματικούς πορτ παρόλ αυτών των περιόδων που τα εκστόμιζαν πρώτοι, να ντρέπονται.

Από αυτή την άποψη λοιπόν, το τέλος του ακαταδίωκτου ίσως αποτελεί τη μεγαλύτερη κατάκτηση της χώρας τα τελευταία χρόνια. Και την πιστώνονται ορισμένοι πολιτικοί όπως ο Μιλτιάδης Παπαϊωάννου και ο Χάρης Καστανίδης που νομοθέτησαν τις συναφείς αρμοδιότητες της Δικαιοσύνης. Αλλά από αυτή την κατάκτηση φαίνεται να αυτοεξαιρείται το κόμμα τους. Η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ αποκτά ενδιαφέρον αν ληφθεί υπόψη ότι το πόρισμα των έξι καθ' όλα έγκυρων εταιριών που ερεύνησαν τα οικονομικά του για την περίοδο 2004-12 έχει εξαφανιστεί!

Αυτό το πόρισμα το παρήγγειλε ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος, όταν ανέλαβε την ηγεσία και καλά έκανε. Όποιος αναλαμβάνει ένα φορέα, δικαιούται -αν όχι και οφείλει- να ελέγξει τι αναλαμβάνει και κυρίως να ελέγχει το ταμείο. Ορθώς λοιπόν ο Βενιζέλος ανάθεσε τη διενέργεια αδιάβλητου ελέγχου, ο οποίος και έγινε και κανείς δεν αμφισβήτησε την αξιοπιστία του. Μόνο που κανείς δεν ξέρει τι απέγινε με το αποτέλεσμά του...

Στον απόηχο εκείνου του ελέγχου το μόνο που ξέρουμε είναι όσα διέρρευσαν για το ιλιγγιώδες χρέος του ΠΑΣΟΚ και τα κενά στους λογαριασμούς του. Ξέρουμε και την αντίδραση του Γ. Παπανδρέου που επισκέφτηκε τον Βενιζέλο για να διαμαρτυρηθεί. Και ότι το θέμα συζητήθηκε σε συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου, χωρίς λεπτομέρειες. Και μετά σιωπή. Μια σιωπή με πολιτικό ενδιαφέρον. Διαπιστώθηκαν πράγματι έλλειμμα, πρόβλημα στη διαχείριση, ακατάσχετος δανεισμός, έλλειψη παραστατικών κ.λπ.; Δεν πρέπει να το ξεκαθαρίσει κάποιος; Πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα να σκίζεται για τη διαφάνεια των άλλων, αλλά όχι και του εαυτού του;

Επιπλέον εδώ υπάρχει ένα ηθικό ζήτημα. Αν δεν υπάρχει πρόβλημα με τα οικονομικά, αλλά συντηρείται η εκκρεμότητα, πλήττεται η υπόληψη του Γ. Παπανδρέου ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ στην ελεγχθείσα περίοδο. Δεν πρέπει να αποκατασταθεί και να του ζητήσουν και συγγνώμη; Γιατί πρέπει να σέρνεται ότι υπήρχε κακοδιαχείριση επί των ημερών του; Αν πάλι διαπιστώθηκε πρόβλημα δεν έχει υποχρέωση ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να πράξει τα δέοντα; Δεν το οφείλει απέναντι στους ψηφοφόρους και τη Δικαιοσύνη; Και δεν πρέπει να δώσει στον προκάτοχό του την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Δεν είναι σαν να τον κρατάει σε ομηρία;

Πιο απλά, αν δεν υπάρχει πρόβλημα γιατί πρέπει να δημιουργούνται αμφιβολίες για τη διαχείριση Παπανδρέου και αν υπάρχει δεν πρέπει να αποδοθούν ευθύνες; Σε τελευταία ανάλυση δημόσιο χρήμα διαχειρίζονταν του ΠΑΣΟΚ. Και από αυτή την άποψη, οι εισαγγελείς δεν έχουν ακούσει τίποτε επί του θέματος; 

Γιατί δεν δίνονται τα πορίσματα στη δημοσιότητα για ξεκαθαρίσουν οριστικά τα πράγματα;

Γιατί δεν το αξιώνουν τα ίδια τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ; 

Γιατί δεν το ζητούν όσοι υπήρξαν γραμματείς και γενικοί διευθυντές του κόμματος; Δεν τους ενδιαφέρει το θέμα; Δεν έπρεπε πριν από όλους να το ζητάει, αν όχι να το αξιώνει, ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ; Και πώς είναι δυνατόν ο Βενιζέλος, επιφανής νομομαθής, να υιοθετεί το επιχείρημα «θα δώσουμε τα πορίσματα όταν και η ΝΔ κάνει το ίδιο για τα οικονομικά της;». Τι είδους συμψηφισμοί είναι αυτοί και ποια σχέση έχουν με τη Δικαιοσύνη και τη διαφάνεια;

Υ.Γ.: Και αφού μιλάμε για τον Βενιζέλο κάποιος να του εξηγήσει ότι είναι επικεφαλής κόμματος με δημοκρατική παράδοση και συγκεκριμένο ιστορικό φορτίο. Γιατί αυτός που του έγραψε τη φράση για την… «πέμπτη φάλαγγα» που δεν θέλει να σωθεί η χώρα -εντάξει, το πιάσαμε το υπονοούμενο- δεν είναι φίλος του. Σε λίγο θα τον βάλουν μιλάει για «εαμοβούλγαρους και άλλους εχθρούς της πατρίδος». Ωραίο ΠΑΣΟΚ θα είναι αν αρχίσει να μιλάει σαν τη μετεμφυλιακή Δεξιά…

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ;


Τα πήρε λοιπόν ο Στρατηγός, τα πήρε και ο Ναύαρχος, τα πήρε ο «γραμματέας», τα πήραν οι «μεσάζοντες». Εκείνο που μένει να μάθουμε είναι πόσα πήρε ο ίδιος ο υπουργός. «Αυτός» αλλά και ο «προηγούμενος» και ο «επόμενος». Γιατί μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι ρίξαμε δίκτυα στον υπόνομο με τις πολεμικές δαπάνες, πιάσαμε τυχαία ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα και αυτό ήταν το μόνο που είχε πάνω του... μίζες. Τα άλλα εξοπλιστικά προγράμματα, των άλλων εταιρειών και των άλλων κυβερνήσεων, δεν είχαν μίζες; Και οι υπουργοί Αμύνης ήταν μονοφαγάδες; Δεν δίνανε στους συναδέλφους τους (που συνυπέγραφαν), ούτε στα κόμματά τους;

Αλλά ας μην παρασυρθώ πάλι στην ίδια κουβέντα γιατί σήμερα θέλω να μιλήσουμε για τους «αθώους» της δημοσιογραφίας. Αυτούς που με γουρλωμένα μάτια ανακάλυψαν ότι «ακόμη και στρατιωτικοί λαδώθηκαν». «Μίζες εκατομμυρίων με προκάλυμμα την άμυνα της χώρας». «Ο λαός πλήρωνε για όπλα και αυτοί τα έκαναν καταθέσεις στη Σιγκαπούρη και τα νησιά Κέιμαν». Ωραία όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι όμως δεν έχουν ευθύνη για αυτή την «απάτη εις βάρος του λαού»; Και δεν αναφέρομαι στους 5-10 που λαδωνόντουσαν για να παρουσιάζουν τα προτερήματα των οπλικών συστημάτων...

Παντού υπάρχουν διεφθαρμένοι (ακόμη και στα συνδικάτα και στο... Παίδων). Μιλώ για τους «υπερπατριώτες δημοσιογράφους» που πολεμούσαν τόσα χρόνια τους «εχθρούς». Κάποιοι βέβαια μπορεί να μην είχαν πάει καν φαντάροι ή να τους είχαν στείλει το απολυτήριο στο κανάλι τους (ή την εφημερίδα τους) αυτό όμως δεν τους απέτρεπε στο να παριστάνουν τους «στρατηγούς». «Θα μας πάρουν τη Θράκη», «θα μας πάρουν την Κρήτη», «θα μας πάρουν τη Λάρισα», «θα μας πάρουν τα Γιάννενα», «θα μας πάρουν τη Μυτιλήνη»... Και μέσα σε αυτό το κλίμα οι πολιτικοί-σωτήρες αγόραζαν όπλα. Όταν κινδύνευαν τα νησιά παίρναμε υποβρύχια, όταν κινδύνευε η Λάρισα παίρναμε τανκς, όταν κινδύνευε η Κρήτη παίρναμε αεροπλάνα και όταν κινδύνευε η Θράκη παίρναμε από όλα. 

«Οι Τούρκοι έφτασαν στο Φάληρο» φώναζαν στα «παράθυρα» και την άλλη μέρα οι Βουλευτές (Αριστεροί και Δεξιοί ενωμένοι) ψήφιζαν αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Μέχρι και τους Σκοπιανούς είχαμε θεωρήσει «εισβολείς» (αλλά ευτυχώς βρέθηκαν υπερπατριώτες - πολιτικοί που μας έσωσαν - μη θυμηθώ – μη θυμηθώ). Και όταν κάποιος έλεγε «σταθείτε, ρε παιδιά, τι να τα κάνουμε τόσα τανκς στη Λάρισα; τη γραμμή Μαζινό θα “αναστήσουμε”;» βαφτιζόταν «προδότης».

Θυμάμαι μια κουβέντα που είχαμε με τον Μίκη το 2000 στο Mega. Είπε ο άνθρωπος τα λογικά. Ότι πετάμε δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς ενώ θα μπορούσαμε να φτιάχνουμε σχολεία και δρόμους. Ότι κάποιοι στην τηλεόραση δημιουργούν κλίμα για να αγοράζουν όπλα οι κυβερνήσεις. «Και δεν αντιδρά ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα» μου είχε πει χαρακτηριστικά ο Μίκης θέλοντας να επισημάνει ότι όλοι είχαν πέσει στην «λούμπα», να αγοράζουμε συνεχώς καινούργια όπλα έστω και με δανεικά. Τις επόμενες μέρες λοιπόν βγήκαν οι «υπερπατριώτες» και μας περιλάβανε. Ότι «τουρκέψαμε» - κάποιος μίλησε και για γιουσουφάκια. Ήταν οι μέρες που ο περήφανος υπουργός Άκης θα έσωζε προφανώς για άλλη μια φορά την πατρίδα.

Αχ πόσα χρόνια περάσαμε με τα πρωτοσέλιδα του«ωραίου Μπρούμελ». Πόσα αποκλειστικά ρεπορτάζ είδαμε «για τους πυραύλους που κατάφερε να περάσει στην Κύπρο», «για τις μυστικές συμφωνίες με τους Ρώσους», «για τις παραβιάσεις που καθημερινά απέτρεπε» - λες και πιλοτάριζε ο ίδιος τα F-16. Αλλά πάλι γίνομαι άδικος. Γιατί, είπαμε, δεν ήταν μόνο ο Άκης. Δεν ήταν μόνο ο εκάστοτε υπουργός Αμύνης. Ήταν ένα ολόκληρο «σύστημα» που πολεμούσε για «το καλό της πατρίδας». Όπως καλή ώρα σήμερα.


ΤΡΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ


Φράση πρώτη: Όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μεταφέρθηκε από τους άνδρες του σε κακή κατάσταση στο μοναστήρι της Παναγιάς της Προυσσιώτισας (ήταν βαριά ασθματικός), ο αθυρόστομος ήρωας της επανάστασης γονάτισε μπροστά στην εικόνα κι έκανε το ακόλουθο τάμα: «Παναγιά μου, κάνε με καλά κι εγώ θα σε ασημώσω από πάνω ως κάτω. Αν όμως πεθάνω, να ξέρεις πως έχω δώσει διαταγή να κόψουν την εικόνα σου κομματάκια και να την πετάξουν στον γκρεμό.». Η Μεγαλόχαρη το ‘κανε το θαύμα της, οπότε ο Γιώργης έφτιαξε το καλύτερο ασήμωμα στην εικόνα και αναφώνησε: «Τι τα θέτε; Γυναίκα είναι κι αυτή. Και τα λούσα της θέλει κι από φοβέρα καταλαβαίνει.».

Φράση δεύτερη: Οι παλιές μανάδες στα χωριά μας, όταν ξεπροβόδιζαν τις παρθένες κόρες τους για την εκκλησία και για το καινούριο τους σπιτικό, τους έδιναν την τελευταία καθοριστική συμβουλή. Αφορούσε τον τρόπο με τον οποίον θα κατάφερναν να κρατήσουν για πάντα στο κρεβάτι τους τον άντρα τους: «Θα του δίνεις ό,τι θέλει, αλλά λίγο-λίγο. Για να ‘χει να περιμένει. Αυτό όμως που θα του δίνεις κάθε φορά, πρέπει να είναι λίγο παραπάνω απ’ αυτό που φαντάζεται πως θα του δώσει η γειτόνισσα που παραμονεύει.».

Φράση τρίτη: Συνειδητοποιώντας εσχάτως ότι, παρά την αλλαγή των καιρών, η μέγιστη πλειοψηφία μας πορεύτηκε εφαρμόζοντας (ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως) τις χαμερπείς αυτές συμβουλές, αναζήτησα εναγωνίως μια τρίτη φράση που θα συμπλήρωνε αυτές τις δύο σ’ ένα ενιαίο σύνολο ζωής. Από απελπισία και αυτοοικτιρμό μάλλον κινούμενος, δεν κατάφερα να βρω άλλη προσφορότερη παρά τον οργισμένο αφορισμό του Φραντς Κάφκα προς τον γιατρό του, ο οποίος πάσχιζε να τον κρατήσει στη ζωή: «Αν δε μ’ αφήσεις να πεθάνω, είσαι δολοφόνος.».